
Κάθε τόσο πέφτω πάνω σε φωτογραφίες με πρόσωπα που δηλώνουν «Ένα χρόνο καθαρός από ναρκωτικά», «Είμαι χαρούμενος γιατί έμαθα ότι δεν έχω καρκίνο πια», «Μόλις είπα στους γονείς μου ότι είμαι ομοφυλόφιλος», «Έδωσα φαγητό σε ένα άστεγο», «Διαγνώστηκα με Άσπεργκερ». Όλα αυτά τα «συγκλονιστικά», «εξομολογητικά», «συναισθηματικά διαφανή» βίντεο, reels, φωτογραφίες και ποστ στα κοινωνικά δίκτυα ανήκουν σε μια νέα τάση που απλώνεται σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά: «το φαινόμενο της τεχνητής συγκίνησης». Η συναισθηματικότητα που φοριέται σαν κονκάρδα στη θέση της καρδιάς ανήκει στην κατηγορία «θύμα», «θυματοποίηση» που την τελευταία δεκαετία αποτελούν τις υπέρτατες αξίες. «Η δήλωση «νοιώθω πληγωμένος» δεν επιτρέπει και πολύ ανάλυση» λέει η Εύα Ιλούζ (Eva Illouz) κοινωνιολόγος και συγγραφέας στην Ψυχρή Τρυφερότητα, εκδόσεις Oposito. «Στην πραγματικότητα απαιτεί την άμεση αναγνώριση αυτού του πόνου… Παρ΄όλα αυτά εντείνει τον υποκειμενισμό και τον συναισθηματισμό, κάνοντάς μας να θεωρούμε ότι τα συναισθήματά μας έχουν από μόνα τους ισχύ, απλώς και μόνο επειδή εκφράζονται».
Δεν πρόκειται για αληθινή ευαισθησία αλλά για ένα είδος μοντέρνας ψυχαγωγίας, ένα είδος σύγχρονης ταυτότητας. Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Πασκάλ Μπρυκνέρ (Pascal Bruckner) έγραψε ότι ο πόνος έγινε άλλοθι για υπεροχή. Είναι προφανής η γοητεία που ασκεί ο Άγιος Σεβαστιανός με τα δεκάδες βέλη στο σώμα του και ελάχιστη πια η γοητεία που ασκεί κάποιος που επιδεικνύει αυτοπειθαρχία, προσπάθεια και επιμονή. Η ηθικολογία νικάει κατά κράτος την αντοχή. Άντρες και γυναίκες στα κοινωνικά δίκτυα εκθέτουν με άνεση τα προσωπικά τους τραύματα- βία, απώλεια, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού, «τοξικές» σχέσεις- κοιτάζοντας απευθείας το φακό, με μουσική επένδυση και jump cuts. Δεν είναι η εξομολόγηση το θέμα αλλά η αίσθηση ότι έχει ενταχθεί σε ένα αφήγημα αυτοπροβολής, όπου η θλίψη μετατρέπεται σε «πλατφόρμα» και το like σε ηθική επιβράβευση.
Τη δημόσια έκθεση τρωτότητας συνοδεύει η ακόρεστη επιθυμία των «τραυματισμένων» να μετατρέψουν το «τραύμα» σε κέρδος. Συχνά, οι εξομολογήσεις αυτές καταλήγουν σε λινκς για coaching, ή σε προγράμματα αυτοβοήθειας. TikToker που μιλάει για την απώλεια πατέρα της με δάκρυα στα μάτια, σε μονταρισμένα πλάνα, ενώ ακούγεται ένα μελαγχολικό κομμάτι σε πιάνο του Yrima. Το σχόλιο με τα περισσότερα likes γράφει: «κλαίω και εγώ, μα πόσο αληθινή είσαι». Λίγες μέρες μετά η «αληθινή» ανεβάζει διαφημιστικό για γυναικεία κολάν.
Ένα βίντεο με εκατομμύρια views μπορεί να αποφέρει χιλιάδες δολάρια, ή εταιρείες που γίνονται χορηγοί στις «ηθικές ιστορίες» του influencer. Πολλοί «creators» συνεργάζονται με εταιρίες: π.χ. «δίνω 1.000 δολάρια σε φοιτητές χάρη στη VISA». Οι μοντέρνοι ιερείς της καλοσύνης εδραιώνουν το προφίλ του «καλού ανθρώπου» και χτίζουν κοινότητες θαυμαστών για να μετατρέψουν τη φήμη σε προσωπικό brand, με podcast, βιβλία, κι ό,τι παραφερνάλια σκεφτούν. Καλούνται σε συνέδρια, τηλεοράσεις, TEDx, ή παρουσιάζονται στα μίντια ως influencers με αξίες.
Με ενοχλεί όλο και περισσότερο η κάμερα του κινητού σε ετοιμότητα για ένα βίντεο καλοσύνης: ένας νεαρός δίνει φαγητό σε έναν άστεγο, αλλά η σκηνή είναι τόσο σκηνοθετημένη που σχεδόν βλέπεις το drone που ετοιμάζεται για κοντινό πλάνο. Ο «καλός Σαμαρείτης» κοιτάζει μελαγχολικά την κάμερα, ο άστεγος λέει κάτι «ψαγμένο» και το κοινό δακρύζει. Τελικά αποκαλύπτεται πως ο άστεγος είναι φίλος του, ή ότι γύρισαν τη σκηνή δέκα φορές. Διανομές ρούχων, φαγητού, ή «εκπλήξεις» σε φτωχές οικογένειες, που παριστάνουν την κοινωνική προσφορά αλλά είναι ξετσίπωτο ριάλιτι.
Εντάξει, ας υποθέσουμε καλοπροαίρετα ότι δύο τρεις που ανεβάζουν τέτοιου είδους βίντεο δεν είναι ψεύτικοι και σκηνοθετημένοι όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια αυξανόμενη κουλτούρα κραυγαλέου συναισθήματος που τελικά κουράζει, απονευρώνει και διαβρώνει την εμπιστοσύνη στην καλοσύνη ή στα τραύματα. Η συναισθηματική υπερέκθεση έχει γίνει κανόνας στα κοινωνικά δίκτυα. Πόσα από όσα βλέπουμε είναι αληθινά; Και τι σημαίνει πια «αληθινό» σε έναν κόσμο όπου όλα συμβαίνουν online; Και αλλιώς: «Πρόκειται για την χυδαιότητα αυτού που δεν έχει πια κανένα μυστικό, που έχει διαλυθεί πλήρως στην πληροφορία και στην επικοινωνία» λέει ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιούνγκ-τσούλ Χαν (Byung-Chul Han) στην Κρίση της Αφήγησης, Εκδόσεις Opera.
Ως θεατές μπουκωνόμαστε από πληροφορίες, πόνο, τραύματα μέχρι να βαρυστομαχιάσουμε. Ψευτοσυνδεδεμένοι καταθέτουμε λάικ, wow και καρδούλες, κάνουμε share και συνεχείς αναρτήσεις σε ένα κόσμο απομαγεμένο, κυνικό, αδίαφορο που η εμπειρία έχει αντικατασταθεί από στάτους και ποστ.
Καμία κάμερα δεν μπορεί να χωρέσει την ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας, τη δοτικότητα, την εξομολόγηση. Πολλοί από μας θέλουμε να επιστρέψουμε στη σιωπή της αληθινής συγκίνησης. Τα σημαντικά δεν έχουν θεατές- δεν πρέπει να έχουν θεατές.
https://gpanleo.substack.com/p/h-976?utm_campaign=post&utm_medium=web&triedRedirect=true










































Σχόλια για αυτό το άρθρο