
O Στέλιος Βραχνής ανήκει στη νέα γενιά καλλιτεχνών που δίνουν στο θέατρο την υπόσχεση μιας νέας πνοής, γεμάτης αναζητήσεις, γνώση και έμπνευση. Ξεκίνησε τη διαδρομή του ως ηθοποιός, γεύτηκε τη δύναμη της σκηνής και την αλήθεια της ερμηνείας, όμως πολύ γρήγορα τον κέρδισε η σκηνοθεσία, μέσα από την οποία βρήκε το δικό του προσωπικό τρόπο να συνομιλεί με το κοινό. Με αφοσίωση και πάθος, εντρύφησε στο αντικείμενο του, παρακολουθώντας παραστάσεις σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας στη δική του ματιά την εμπειρία και το βάθος της διεθνούς θεατρικής δημιουργίας. Ως καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρείας θεάτρου ”Πρόταση” χαράσσει σήμερα μια πορεία που συνδυάζει τη γνώση με το όραμα, την πειθαρχία με την έμπνευση, το ήθος με την τόλμη. Ο λόγος του, οι απόψεις του, τα πιστεύω του και ολόκληρη η περιρρέουσα αύρα του γύρω από το θέατρο αποκαλύπτουν όχι απλώς έναν δημιουργό αλλά έναν γνήσιο εργάτη της Τέχνης που ξέρει πως το θέατρο δεν είναι μόνο σκηνή- είναι ευθύνη, είναι στάση ζωής, είναι πράξη βαθιάς ανθρωπιάς. Το μέλλον του προδιαγράφεται λαμπρό, γεμάτο δημιουργικότητα και δύναμη! Στις 3, 4 και 5 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αυλαία παρουσιάζει την παράσταση” Duende- Μονάχα αίμα ανθίζει εδώ”, βασισμένη στα εμβληματικά θεατρικά κείμενα και ποιητικά έργα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα με τον Θωμά Κοροβίνη να δίνει σάρκα και φωνή στον λόγο του και τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη να περιβάλλει την παράσταση με παλμό και συγκίνηση. Ο Στέλιος Βραχνής συστήνεται ως ένας σκηνοθέτης που ξέρει να μετατρέπει την έμπνευση σε ζωντανό θέατρο.

-Έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησες ως ηθοποιός, ισχύει;
Η τέχνη της υποκριτικής είναι ένας βασικός, αν όχι απαραίτητος, μηχανισμός για να ανοίξεις με σοβαρότητα και ευθύνη τη δύστροπη και ανοιχτή τέχνη του σκηνοθέτη. Υπάρχει φυσικά και ο δρόμος της φιλολογίας – βλέπε Κάρολο Κουν. Προσωπικά ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην υποκριτική και έπειτα την έρευνά μου πάνω στο τελετουργικό σώμα, στο σωματοκεντρικό θέατρο και στο θέατρο του Μπρεχτ· ταξίδεψα στην Ευρώπη βλέποντας θέατρο και ερευνώντας τεχνικές, ώστε να μου αποκαλυφθούν όσο πιο καθαρά γινόταν οι τρόποι να ανοίξω και να εμβαθύνω στην τέχνη της σκηνοθεσίας, να βρω τη δική μου γλώσσα και το δικό μου στιλ.
Η σκηνοθεσία είναι μια δουλειά κι ένα είδος τέχνης που απαιτεί σφαιρική αντίληψη, γνώση και παιδεία, αυτοπεποίθηση και ταπεινότητα, αντοχή και υπομονή, σαν έναν μαέστρο σκηνής και ανθρώπων. Κι όπως ο μαέστρος προϋποθέτει να ξέρει πιάνο, μουσική θεωρία και πώς να εμψυχώνει μια ορχήστρα, έτσι και ο σκηνοθέτης οφείλει να περάσει από την τέχνη της υποκριτικής, της σκηνογραφίας, της δραματουργίας και όπου αλλού μπορεί και θέλει, για να γίνει όσο πιο συγκεκριμένος στη δουλειά του και να βοηθάει ηθοποιούς και συντελεστές να μπουν σε έναν κώδικα, να υπηρετήσουν ένα κοινό όραμα, να λειτουργήσουν ως καλοκουρδισμένη μπάντα. Ως ηθοποιός έπαιξα ελάχιστα τα πρώτα χρόνια και έπειτα έκανα πολύ voiceacting, αλλά δεν με ενδιέφερε να συνεχίσω στην τέχνη της υποκριτικής.
-Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχεις στραφεί πιο πολύ στη σκηνοθεσία…
Φέτος κλείνω οκτώ χρόνια στο θέατρο κι αυτό με ενθαρρύνει ιδιαίτερα, μιας και η σκηνοθεσία είναι δύσκολο πόστο – ειδικά σε αυτή τη χώρα. Το γεγονός ότι αυτά τα χρόνια είμαι όσο πιο ενεργός μπορώ, συμπληρώνοντας μέχρι σήμερα δεκατέσσερις και πλέον θεατρικές παραγωγές σε όλα τα θέατρα της πόλης, με κάνει να πιστεύω ακόμη περισσότερο στα χρόνια που έρχονται. Η σκηνοθεσία για μένα, το θέατρο και η μουσική είναι τρόποι ζωής και στάσης. Δεν τα ξεχωρίζω από την προσωπική μου ζωή, το ένα ανατροφοδοτεί το άλλο.
-Συνήθως εμπνέεσαι και δημιουργείς δικά σου έργα. Για ποιο λόγο; Δεν σε ικανοποιεί το παγκόσμιο ρεπερτόριο;
Δεν δημιουργώ δικά μου έργα, αντίθετα ανεβάζω έργα και κείμενα σπουδαίων συγγραφέων – Ελλήνων και ξένων, σύγχρονων και παλαιότερων, θεατρικών και μη: Κάφκα, Δημητριάδη, Μήττα, Albee, Τριαρίδη, Sigarev κ.ά. Κάποιες φορές διασκευάζω ή θεατρικοποιώ κείμενα που δεν είναι αμιγώς θεατρικά, αλλά μέχρι εκεί. Δεν είμαι δραματουργός ούτε συγγραφέας· είμαι, όμως, δεινός αναγνώστης – και αυτό είναι επίσης απαραίτητο για τη δουλειά μας.
-Θα μπορούσες να σταθείς επάξια ως καλλιτέχνης και στο κλεινόν άστυ. Γιατί δεν το έκανες;
Η Θεσσαλονίκη μου παρέχει μια μεγάλη ελευθερία και αισθάνομαι ότι υπάρχουν τα λιπάσματα για να ερευνήσω και να παράξω το έργο που επιθυμώ χωρίς καμία πίεση. Επιπλέον θεωρώ ότι η πόλη με χρειάζεται περισσότερο από την Αθήνα. Την Αθήνα την λατρεύω, είναι μια πόλη που με μετακινεί και με εμπνέει σε απίστευτο βαθμό. Δεν έχω αποκλείσει την κάθοδό μου, θέλω όμως, όταν κατέβω με έργο, να γίνει με τους δικούς μου όρους και με έναν τρόπο που να έχω πράγματι κάτι ουσιαστικό να πω. Δεν καίγομαι να πάω για τρεις παραστάσεις σε κάποιο από τα χιλιάδες θέατρα μόνο και μόνο για να το προσθέσω στο βιογραφικό μου. Θέλω η απόφαση να είναι ουσιαστική, αναγκαία, μια πράξη που θα καίγομαι να κάνω.
-Γιατί επέλεξες να πραγματοποιήσεις αυτό το εγχείρημα με ποιητικά και θεατρικά έργα του Λόρκα;
Ο Λόρκα ήταν πάντα προσωπικό μου τάμα, που ηχούσε δυνατά μέσα μου. Ήταν ο ποιητής που μου διαμόρφωσε ένα τοπίο ευαισθησίας όπου μπόρεσα να μεγαλώσω τρυφερά.
Ο Λόρκα, ο Κάφκα και ο Καβάφης είναι πάντα μπροστά μου στο γραφείο εδώ και πολλά χρόνια ως κάδρα• λειτουργούν σαν τα προσωπικά μου ξωτικά, τα πιο δικά μου λογοτεχνικά φαντάσματα: πάντα εκεί ως πυξίδες, αποκούμπια και αστρολάβοι ουσιαστικοί.
Από την άλλη, ο Κραουνάκης είναι ένας παιδικός μου ήρωας. Αισθάνομαι πως έχω μεγαλώσει μέσα από ό,τι έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος. Η τέχνη του και ο ίδιος, ως βιομηχανία τέχνης, με έχουν εμπνεύσει σε αφάνταστο βαθμό. Η γνωριμία μου με τον Σταμάτη λειτούργησε ως ισχυρός προσωπικός μου προμαχώνας. Η μουσική του πάνω στον Λόρκα με συγκινεί χρόνια και ήθελα καιρό να ασχοληθώ με αυτό το υλικό.
Έτσι γεννήθηκε το Duende: μια παράσταση μουσικής, θεάτρου, ποίησης, αισθητικής. Ένα τοπίο που γεννά όλες τις τέχνες, με στόχο να βρω μια γλώσσα προσωπική όπου μουσική και πρόζα γίνονται κάτι άλλο – ούτε μιούζικαλ, ούτε επιθεώρηση, ούτε μουσικό θέαμα.
Σε αυτή την έρευνα ανακάλυψα πόσο καθοριστική είναι η γεωμετρία του χώρου: ο ίδιος ο τελετουργικός χώρος γεννά τη μουσική και το λόγο. Εδώ και δύο χρόνια ασχολούμαι με τη σκηνοθεσία μουσικών έργων και αισθάνομαι ότι αυτό με πηγαίνει βαθιά σε αυτό που επιθυμώ να είμαι: ένας μουσικός του θεάτρου και του λόγου. Αυτή τη στροφή την οφείλω και στον φίλο συνθέτη Δημήτρη Μαραμή· μέσα από τα τραγούδια του γέννησα το πρώτο μου μουσικό έργο και ανακάλυψα αυτή την κρυφή, ανομολόγητη πλευρά μου.
–Ο τίτλος Duende / Μονάχα αίμα ανθίζει εδώ είναι συμβολικός;
Πάνω στα ερείπια της ιστορίας γράφονται οι νέες σελίδες της επόμενης γενιάς, πάνω σε αυτές τις στάχτες πατούν οι επόμενοι που πάνε την ιστορία παρακάτω. Έτσι, από το αίμα του εμφυλίου, το αίμα των πολέμων και των σφαγιάσεων, πάντα πιστεύω ότι κάτι θα «φυτρώσει» που θα αντιστρέψει τα προηγούμενα.
Ο τίτλος, που ξεπήδησε από μέσα μου σχεδόν αυτόματα, έχει να κάνει με το ότι εδώ και αιώνες η ζωή μας είναι γεμάτη αίμα: λες και ο πόλεμος, η έχθρα, οι ανθρωποκτονίες, το μίσος αποτελούν καθημερινό μας μωσαϊκό, σαν να μας ορίζει ως ανθρώπινο είδος η αιματοχυσία κάτω από εμβλήματα φρικτά, κάτω από δόγματα απάνθρωπα, επηρεασμένοι από ναρκωτικές ομιλίες δολοφόνων.
Η ζωή μας ανθίζει από το αίμα. Το duende είναι μια απόπειρα να μελετήσω τον άνθρωπο μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, τον έρωτα δύο ανθρώπων μέσα σε ένα εχθρικό πεδίο.

-Πώς επέλεξες τους συνεργάτες αυτής της παράστασης;
Επιλέγω πάντοτε με βάση το ένστικτό μου και την ανάγκη για ουσιαστική συνεργασία και συμπόρευση.
Οι μουσικοί της παράστασης –ο Σταμούλης, ο Παλαιογιάννης και η Τσόλκα– είναι παιδιά της γενιάς μου που σίγουρα θα αφήσουν στίγμα, γιατί φέρουν τεράστια παιδεία, τόλμη, γνώση, πάθος και δαιμόνιο πνεύμα.
Έπειτα, η φίλη Ελένη Δημοπούλου, με την οποία οραματιστήκαμε και φτιάξαμε όλο αυτό από την αρχή: μια τραγουδίστρια και καλλιτεχνική φυσιογνωμία που θαυμάζω και πιστεύω.
Ο λατρεμένος και τεράστιος Έλληνας λογοτέχνης Θωμάς Κοροβίνης, που ερμηνεύει τον λόγο του Λόρκα, ήταν μια πρόταση που μου έκανε ο Κραουνάκης. Τον πήρα τηλέφωνο χωρίς να με ξέρει και αμέσως ανταποκρίθηκε θετικά κι από την πρώτη συνάντηση μας ένωσαν πολλά.
Ο Θωμάς δίνει στο έργο μου κάτι που αναζητώ χρόνια: το ανεπιτήδευτο της έμπειρης μνήμης.
Ο Χορός του duende είναι ένα ασκημένο σώμα τραγουδιστών και ηθοποιών που επιτελούν με συγκινητικό τρόπο κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Όλοι μου οι συνεργάτες είναι άνθρωποι της ζωής μου.
-Πώς ονειρεύεσαι την πορεία σου από εδώ και στο εξής;
Δεν ξέρω πώς την ονειρεύομαι. Θέλω να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που θαυμάζω, εκτιμώ και εμπνέομαι. Θέλω στα επόμενα χρόνια να απελευθερωθώ από όλα μου τα βαρίδια, να αφήσω τον εαυτό μου να παράξει εκείνο που πιο πολύ με βασανίζει, με πονά, με αφορά. Θέλω να δίνω στον κόσμο ό,τι πιο βαθύ, ανεπιτήδευτο και ειλικρινές διαθέτει ο ψυχισμός μου. Μέσα από τις παραστάσεις μου αναζητώ εκείνους τους θεατές που μας δένει το ίδιο αίσθημα, η ίδια αισθητική και ανάγκη για αναζήτηση.
-Ταλαντούχοι ηθοποιοί από τη νέα γενιά υπάρχουν σήμερα;
Υπάρχουν απίστευτα ταλαντούχοι ηθοποιοί, με φοβερή τεχνική, ακρίβεια και πάθος. Η νέα γενιά είναι κήπος από παθιασμένους καλλιτέχνες. Δυστυχώς, όμως, ο τόπος είναι σε κατάρρευση, δεν τους θέλει πραγματικά τους καλλιτέχνες της. Ακόμα δεν έχει κατανοήσει η εξουσία αυτού του τόπου ότι η Ελλάδα το μόνο που παράγει σε αφθονία είναι φυσικά προϊόντα από τη γη και τέχνη – ιδιαίτερα λογοτεχνία, θέατρο, μουσική…
Αλλά έχω τεράστια πίστη στη γενιά μου ότι όντως θα τα καταφέρει. Από την άλλη, για να πω και κάτι αρνητικό: οφείλω να παραδεχτώ ότι οι νέοι καλλιτέχνες δεν επικοινωνούμε μεταξύ μας όσο οι παλιότεροι, που γεννούσαν έργο μέσα από τις παρέες. Τώρα πια είμαστε κλεισμένοι στους εαυτούς μας και στις κλίκες μας. Αυτό με ενοχλεί αφάνταστα, γιατί δείχνει κόμπλεξ μεγάλο εκ μέρους μας.
-Ταλαντούχο κοινό;
Το κοινό είναι πάντα εν εξελίξει. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Γενικότερα, η παιδεία μας και η καλλιτεχνική μας εμπειρία δεν είναι μεγάλη. Όπως είπα, παρότι η Ελλάδα έχει γεννήσει καλλιτέχνες μεγάλους, αναρωτιέμαι αν έχουν διαβάσει έστω και οι μισοί από αυτούς Καζαντζάκη, Ελύτη, Σεφέρη, Καβάφη, Σολωμό.
Αν υπήρχε μεγαλύτερη καλλιτεχνική και πνευματική καλλιέργεια, τότε το κοινό θα ήταν πολύ πιο απαιτητικό και ουσιαστικό. Οπότε: σίγουρα υπάρχουν και «ταλαντούχοι» θεατές και κάποιοι παντελώς ατάλαντοι που πάνε θέατρο μόνο και μόνο γιατί κάποιος τους πίεσε. Αλλά στην τέχνη, εάν ο θεατής δεν είναι διατεθειμένος να αφεθεί μέσα από τη διαδικασία της καλλιτεχνικής μέθεξης, τότε δεν έχει κάτι να πάρει. Στο φλερτ χρειάζονται δύο, αλλιώς δεν βγαίνει η χημεία. Έτσι και στο θέατρο.
-Τι θα σου έδινε μεγάλη χαρά ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη αν μπορούσε να υλοποιηθεί;
Να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη περισσότερα σημεία με ερεθίσματα καλλιτεχνικά. Κάθε γωνιά της να έχει κάτι να αφηγηθεί στον επισκέπτη της. Να ανοίξουν θέατρα από ανθρώπους που γνωρίζουν και ποθούν την τέχνη. Αυτό σκέφτηκα τώρα.
-Το θέατρο εν έτει 2025 σε ποιο επίπεδο βρίσκεται;
Έχει ανέβει εξαιρετικά πολύ το επίπεδο του θεάτρου. Θεωρώ, ας πούμε, ότι η Αθήνα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το Βερολίνο, το Παρίσι ή το Λονδίνο καλλιτεχνικά.
Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα ορισμένοι φορείς – κυρίως κρατικοί – που τραβούν το θέατρο πίσω, με παραστάσεις που δεν έχουν τίποτε να πουν και θέλουν απλώς να κάνουν box office με παρωχημένα και τετριμμένα σκέρτσα.
-Τι καινούργιο ετοιμάζεις;
Φέτος είναι μια γεμάτη χρονιά – ίσως από τις αγαπημένες μου.
Συνεργάζομαι έναν ολόκληρο χρόνο με το αγαπημένο μου Θέατρο Αυλαία, τον Πέτρο Παλάκα και τον Παναγιώτη Φανταγμά, δύο ανθρώπους με πραγματική αγάπη για την τέχνη και τους ανθρώπους της.
Θα ανεβάσω την Πλαστελίνη του Σίγκαρεφ το Νοέμβριο, έπειτα το «Γράμμα στον πατέρα» του Κάφκα – η πιο επιτυχημένη μου θεατρική παραγωγή μέχρι σήμερα, που παίζεται εδώ και τέσσερα χρόνια – θα ανέβει ανανεωμένη για πέμπτη χρονιά. Μετά έχω μια ανοιχτή συνεργασία με την οικογένεια του μεγάλου, αδικοχαμένου συνθέτη Δημήτρη Λάγιου, όπου θέλω να ετοιμάσω ένα πολύ μεγάλο μουσικό έργο, και έχω και κάποια ακόμη που δεν είναι ακόμη ανακοινώσιμα. Η Εταιρεία Θεάτρου Πρόταση φέτος νιώθω ότι είναι στην πιο ώριμη, ανοιχτή και δραστήρια στιγμή της, και αυτό με κάνει να αισθάνομαι πολύ περήφανος.











































Σχόλια για αυτό το άρθρο