Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια μέχρι να αλλάξει και να γίνει ευρύτερα αποδεκτό το γεγονός ότι η χοληστερίνη και το λίπος στη διατροφή μας δεν σχετίζονται με τη στεφανιαία νόσο. Το γνωμικό “καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα” δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινό από ότι σε αυτή την περίπτωση. Η θέση όμως επιστημονικών εταιρειών και σημαντικών ακαδημαϊκών οργανισμών και ερευνητών αλλάζει σταθερά και ξεκάθαρα τα τελευταία 5 χρόνια, πάνω στο θέμα της χοληστερίνης και των λιπαρών.
Το 2011 η Ιατρική Σχολή του Harvard αναφέρει σε δημοσίευση της, ότι “ο τρόπος αντιμετώπισης της χοληστερίνης ως ένα υδραυλικό πρόβλημα, που καταλήγει στην απόφραξη των αρτηριών μας, δεν ισχύει πλέον. Καταιγιστικά δεδομένα δείχνουν ότι η αυξημένη χοληστερίνη συνδέεται κυρίως με την παρουσία φλεγμονής.” Τον Νοέμβριο του 2013 οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικάνικης Καρδιολογίας Εταιρείας αποσυνδέουν ουσιαστικά την συσχέτιση του καρδιαγγειακού κινδύνου από τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα.
Τον Ιούνιο του 2014 το περιοδικό ΤΙΜΕ, με τον τίτλο “Φάτε Βούτυρο” στο εξώφυλλο του κλείνει τον κύκλο πολέμου που άνοιξε το 1961 και συνέχισε το 1984 με εξώφυλλα που εξοστράκιζαν στο πυρ το εξώτερο το λίπος και τη χοληστερίνη. Το άρθρο γράφτηκε με την ολοκλήρωση μεγάλης διεθνούς μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Archives of Internal Medicine, που καταλήγει ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να συνδέουν την αυξημένη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών με την αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση καρδιολογικού νοσήματος.
Το 2015 η Επιτροπή Διατροφικών Συστάσεων των ΗΠΑ εκδίδει νέες κατευθυντήριες οδηγίες, όπου αναφέρει ότι: “Σε συμφωνία και με τα συμπεράσματα της αναφοράς της Αμερικάνικης Καρδιολογικής Εταιρείας (AHA / ACC report) η χοληστερόλη είναι μια θρεπτική ουσία της οποία η αυξημένη κατανάλωση δεν καθιστά πρόβλημα.” Συμβουλευτική Επιτροπή Διατροφικών Συστάσεων (DGAC) 2015.
Τον Σεπτέμβριο του 2016 το JAMA (Journal of American Medical Association) δημοσιεύει έρευνα που αποκαλύπτει ότι η βιομηχανία ζάχαρης χρηματοδότησε σειρά μελετών και δημοσιεύσεων, από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι πρόσφατα, με στόχο να απενοχοποιηθεί η ζάχαρη ως παράγοντας κινδύνου για την πρόκληση στεφανιαίας νόσου και να κατηγορηθούν τα λιπαρά ως ο κύριος υπαίτιος.
Τον Νοέμβριο του 2016 η Ιατρική Σχολή Δημόσιας Υγείας του Harvard δημοσιεύει άρθρο όπου αναφέρεται η συσχέτιση της επιρροής της βιομηχανίας ζάχαρης στις υπάρχουσες θέσεις για τη διατροφή και δηλώνει ότι τα λιπαρά και η χοληστερίνη δεν είναι οι “κακοί της υπόθεσης”. Το άρθρο καταλήγει: “ Μην φοβάστε να επιστρέψετε στα λίπη. Προσέξτε απλά να καταναλώνετε υγιεινά λιπαρά όπως το αβοκάντο, το λάδι ελιάς και οι ξηροί καρποί. Μην αποφεύγετε το λίπος, και μην έχετε τη συνήθεια να καταναλώνετε προϊόντα “χαμηλά σε λιπαρά””.
Η αφαίρεση του λίπους οδήγησε τελικά τη βιομηχανία τροφίμων να προσθέσει ζάχαρη σε όλες σχεδόν τις βιομηχανικά παρασκευασμένες τροφές. Θα βρείτε ζάχαρη σε τροφές που δεν φαντάζεστε, στα λουκάνικα, στα σαλάμια και σε όλα σχεδόν τα αλλαντικά, στα δημητριακά, στα παιδικά γεύματα, στα συσκευασμένα τρόφιμα, στο σούσι, στις σάλτσες, στην κέτσαπ, στα ντρέσινγκ, στο γιαούρτι, στις μπάρες δημητριακών, στις πρωτεϊνικές μπάρες, στα burgers, στο βαλσαμικό ξίδι, στα κατεψυγμένα γεύματα κ.α.
Μια από τις τροφές που θεωρείται υγιεινή, αλλά θέλει προσοχή, είναι τα φρούτα και οι φρέσκοι χυμοί φρούτων. Τα φρούτα παλαιότερα – για όσους τα έχουν προλάβει – ήταν μικρά σε μέγεθος και ξινά. Είχαν έντονο άρωμα, πολλά αντιοξειδωτικά και χαμηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη. Σήμερα τα φρούτα είναι πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος και πολύ πιο γλυκά, που σημαίνει ότι περιέχουν περισσότερη φρουκτόζη. Το σώμα μας μπορεί να μεταβολίσει μέχρι 25 γραμμάρια φρουκτόζης την ημέρα. Μεγαλύτερες ποσότητες συνδέονται με αντίσταση στην ινσουλίνη, φλεγμονές, λιπώδη διήθηση στο συκώτι και αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα 25 γραμμάρια αντιστοιχούν σε δύο μήλα ή δύο πορτοκάλια. Για να φτιάξουμε όμως ένα ποτήρι φυσικό χυμό πορτοκάλι χρειάζονται 3-4 πορτοκάλια. Η φρουκτόζη που περιέχεται τελικά σε ένα ποτήρι φυσικού χυμού πορτοκαλιού φτάνει στα 40 γραμμάρια, και χωρίς τις ίνες και τα αντιοξειδωτικά που περιέχει το ολόκληρο φρούτο.
Γι’ αυτό τα φρούτα πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο. Υπάρχουν βέβαια κάποιες κατηγορίες όπως τα παιδιά και τα άτομα που κάνουν έντονη άσκηση που μπορούν να καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα φρούτων γιατί το σώμα τους μεταβολίζει πολύ πιο γρήγορα την φρουκτόζη, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις η κατανάλωση θα πρέπει να αφορά σε ολόκληρα φρούτα και όχι σε χυμούς. Οι προηγούμενες αναφορές για δεκαετίες, ότι τα λιπαρά είναι πρόβλημα για την υγεία μας, οδήγησαν τελικά στην υπερκατανάλωση ζάχαρης και τροφών που μετατρέπονται εύκολα σε ζάχαρη μέσα στο σώμα, όπως το ψωμί, οι πατάτες, τα τοστ, οι φρυγανιές, οι χυμοί φρούτων, τα τσιπς, τα κράκερ, τα μπισκότα, τα αρτοποιήματα, τα γλυκά, τα μακαρόνια, το ρύζι, το αλκοόλ, τα αναψυκτικά και η πλειοψηφία των βιομηχανικά επεξεργασμένων τροφών. Αυτή η στροφή αύξησε δραματικά την εμφάνιση της παχυσαρκίας, του διαβήτη, των καρδιοπαθειών, των αυτοάνοσων και του καρκίνου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκπτωση της υγείας του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η κατανάλωση τροφών που δεν έχουν υποστεί βιομηχανική επεξεργασία όπως φρέσκα λαχανικά, φρούτα με μέτρο, ξηροί καρποί (καρύδια, αμύγδαλα, φιστίκια Αιγίνης, φουντούκια), ψάρια, κρέας και γαλακτοκομικά από ζώα ελευθέρας βοσκής όπως το κατσίκι και το αρνί, βούτυρο βιολογικό, λάδι και βούτυρο καρύδας, αβγά και λάδι ελιάς είναι ζωτικής σημασίας για να είμαστε υγιείς.
Αυτή η θέση είναι αντίθετη από αυτά που έχουμε “μάθει” μέχρι σήμερα, και το δύσκολο είναι να ξεμάθει κανείς αυτά που ξέρει. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η επιστήμη, η γνώση και η ανθρωπότητα εξελίσσονται και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες.
Στην Υγειά Σας!
Dr. Δημήτρης Τσουκαλάς, MD
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Universita’ degli Studi di Napoli, Federico II
Πρόεδρος του European Institute of Nutritional Medicine, E.I.Nu.M
Σχόλια για αυτό το άρθρο