O Ρότζερ Μουρ υπήρξε μεγάλος σταρ και ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό. Η τηλεοπτική σειρά Ο άγιος (παραγωγής 1962-1969) που προβλήθηκε στη χώρα μας τη δεκαετία του ’70, παράλληλα με τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ που πρωταγωνιστούσε, τον έκαναν αστέρα πρώτου μεγέθους. Με το σίριαλ Οι αντίζηλοι, η καριέρα του Ρότζερ Μουρ απογειώθηκε, και το 1979 ήρθε στην Ελλάδα για την ταινία Απόδραση στην Αθήνα μαζί με μια πλειάδα ξένων ηθοποιών. Ο Ρότζερ Μουρ πέρασε στην αιωνιότητα σήμερα, σε ηλικία 89 ετών…
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Ρότζερ Μουρ εργάσθηκε ως μοντέλο, εμφανιζόμενος σε έντυπες διαφημίσεις για πλεκτά και πολλά άλλα προϊόντα
Το 1954, υπογράφει επταετές συμβόλαιο με τη Metro-Goldwyn-Mayer, αλλά οι ταινίες του που ακολούθησαν δεν σημείωσαν επιτυχία και απελευθερώθηκε από το συμβόλαιο. Η καθιέρωση ήρθε από την τηλεόραση με τις σειρές Ιβανόης (1958–1959), Οι Αλασκανοί (1959–1960), και Μάβερικ (1960–1961)
Στη συνέχεια, ήρθε Ο άγιος που γνώρισε τεράστια επιτυχία και ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ. Η σειρά προβλήθηκε από το 1962 επί εξαετία (μέχρι το 1967 ασπρόμαυρη και μετά έγχρωμη), με 118 επεισόδια, κάτι που την κατέστησε (μαζί με τη σειρά The Avengers) τη μακροβιότερη σειρά του είδους της στην ιστορία της βρετανικής τηλεοράσεως. Ωστόσο, από ένα σημείο και ύστερα ο Μουρ άρχισε να βαριέται τον ρόλο. Φεύγοντας από τη σειρά, γύρισε αμέσως δύο κινηματογραφικές ταινίες: το Crossplot (1969) και το απαιτητικότερο The Man Who Haunted Himself (1970), σε σκηνοθεσία Μπέιζιλ Ντήαρντεν, που έδωσε στον Μουρ την ευκαιρία να επιδείξει ένα ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα από όσο του είχε επιτρέψει ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ, παρότι οι κριτικές εκείνης της εποχής ήταν μάλλον χλιαρές, όπως και η εμπορική επιτυχία των ταινιών αυτών.
Στη συνέχεια η τηλεόραση δελέασε τον Ρότζερ Μουρ και πάλι, κάνοντάς τον να συμπρωταγωνιστήσει με τον Τόνι Κέρτις στη σειρά The Persuaders!, που αφηγείται τις περιπέτειες δύο εκατομμυριούχων πλέιμπόι ανά την Ευρώπη. Ο Μουρ αμείφθηκε με το πρωτάκουστο τότε ποσό του 1 εκατομμυρίου λιρών Αγγλίας για τη σειρά, κάτι που τον κατέστησε τον καλύτερα αμειβόμενο τηλεοπτικό ηθοποιό στον κόσμο. Ωστόσο, ο Λιου Γκρέιντ ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία του ότι οι Μουρ και Κέρτις δεν «πήραν τη σειρά και τόσο στα σοβαρά». Ο Κέρτις αρνιόταν να μείνει έστω και λίγη ώρα παραπάνω στο γύρισμα από όσο ήταν απολύτως απαραίτητο, ενώ ο Μουρ ήταν πάντοτε πρόθυμος να εργασθεί υπερωριακά. Ενώ η σειρά απέτυχε στις ΗΠΑ, όπου είχε προπωληθεί στο ABC, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αυστραλία.
Το 1973 μπαίνει στη ζωή του ο Τζέιμς Μποντ με την ταινία Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν (1973) κι ακολουθούν Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974), Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977), Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979), Για τα μάτια σου μόνο (1981), Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983), Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985).
Ο Μουρ συμπλήρωσε τα περισσότερα χρόνια στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ από κάθε άλλο ηθοποιό, 12 συνολικά, με 7 επίσημες ταινίες. Μέχρι στιγμής επίσης είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ηθοποιός που υποδύθηκε τον Μποντ: ήταν 58 ετών όταν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τον ρόλο, στις 3 Δεκεμβρίου 1985. Ο Τζέιμς Μποντ του Μουρ ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν του συγγραφέα Ίαν Φλέμινγκ. Σεναριογράφοι όπως ο Τζωρτζ Μακντόναλντ Φρέιζερ έγραψαν σενάρια στα οποία ο Μουρ υποδυόταν έναν έμπειρο, ευγενικό και σοφιστικέ πλεϊμπόι που είχε πάντα ένα γκάτζετ ή κόλπο έτοιμο όταν χρειαζόταν. Ο Μποντ του Μουρ διακρινόταν επίσης από την αίσθηση του χιούμορ και τις έξυπνες ατάκες του, αλλά ήταν επίσης ένας έμπειρος ντετέκτιβ με κοφτερό μυαλό.
Το 2004 ο Μουρ ψηφίστηκε ως «ο καλύτερος Μποντ» σε μία δημοσκόπηση σχετιζόμενη με τα Βραβεία Όσκαρ, ενώ σε μία άλλη (το 2008) έλαβε το 62% των ψήφων. Το 1987 είχε παρουσιάσει την επετειακή τηλεοπτική εκπομπή Happy Anniversary 007: 25 Years of James Bond.
Κατά την περίοδο που πρωταγωνιστούσε στις ταινίες του Μποντ, ο Μουρ έπαιξε και σε 13 άλλες ταινίες, με πρώτη το θρίλερ Gold (1974) με τη Σουζάνα Γιορκ. Υποδύθηκε επίσης, μεταξύ άλλων, έναν κομάντο, συμπρωταγωνιστώντας με τους Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ρίτσαρντ Χάρις στην ανορθόδοξη περιπέτεια Επιχείρηση Άγριες χήνες (1978), έναν ειδικό της αντιτρομοκρατικής στο θρίλερ North Sea Hijack (1979) και έναν εκατομμυριούχο τόσο παθιασμένο με τον Ρότζερ Μουρ, ώστε να υποβληθεί σε πλαστική χειρουργική για να μοιάζει με το ίνδαλμά του, στην κωμωδία Κάνονμπολ (1981). Ακόμα, έκανε ένα σύντομο πέρασμα στον ρόλο του επιθεωρητή Κλουζώ στην Η κατάρα του Ροζ Πάνθηρα (1983). Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες δεν έτυχαν καλών κριτικών, ούτε σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Επιπλέον, ο Μουρ επικρίθηκε ευρέως για το ότι γύρισε τρεις ταινίες στη Νότια Αφρική υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ κατά τη δεκαετία του 1970 (τις Gold, Shout at the Devil και Επιχείρηση Άγριες χήνες).
Επί πέντε χρόνια μετά την τελευταία ταινία του Μποντ, ο Μουρ δεν έπαιξε σε κινηματογραφική ταινία, εκτός από την κομεντί Bed & Breakfast, που γυρίστηκε το 1989, αλλά βγήκε στους κινηματογράφους το 1992.[9] Επανεμφανίσθηκε το 1990 σε αρκετές ταινίες και στην τηλεοπτική σειρά My Riviera. Είχε έναν μεγαλύτερο ρόλο στην ταινία The Quest του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Σε μία από τις τελευταίες του ταινίες, σε ηλικία 73 ετών, ο Μουρ δεν δίστασε να υποδυθεί έναν εκδηλωτικό ομοφυλόφιλο στην ταινία Boat Trip (2002).
Το 1978 εγκατέλειψε το Ηνωμένο Βασίλειο για φορολογικούς λόγους κατεφεύγοντας αρχικά στην Ελβετία.Μέχρι το θάνατό του μοίραζε τον χρόνο του σε τρεις διαφορετικές κατοικίες: ένα διαμέρισμα στο Μονακό, ένα σαλέ στην Κρανς-Μοντάνα της Ελβετίας και ένα σπίτι στη νότια Γαλλία, ενώ από νομικής πλευράς ήταν μόνιμος κάτοικος του Μονακό, έχοντας μάλιστα διορισθεί ως «Πρεσβευτής Καλής Θελήσεως» του Μονακό από τον πρίγκιπα Αλβέρτο για τη συμβολή του στη διεθνή διαφήμιση του πριγκιπάτου. Το μόνο που τον ενοχλούσε εκεί ήταν ο αυξανόμενος αριθμός Ρώσων, και είχε δηλώσει: «Φοβάμαι ότι παραγεμίσαμε με Ρώσους – όλα τα μενού στα εστιατόρια είναι πλέον στη ρωσική γλώσσα»
Ο Ρότζερ Μουρ είχε παντρευτεί τέσσερις φορές με τις:
Ντορν βαν Στάυν (Το 1946, σε ηλικία 19 ετών, ο Μουρ νυμφεύθηκε μία συμφοιτήτριά του στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, την ηθοποιό και πατινέρ Ντορν βαν Στάυν (Doorn Van Steyn, γενν. Lucy Woodard), που ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Ο Μουρ και η Στάυν έζησαν στο Streatham με την οικογένεια της Στάυν, αλλά η έλλειψη χρημάτων και η δυσπιστία της για την ικανότητα του Μουρ ως ηθοποιού επηρέασαν καθοριστικά τη σχέση τους)
Ντόροθυ Σκουάιρς (Το 1952 ο Μουρ γνώρισε την Ουαλλή τραγουδίστρια Ντόροθυ Σκουάιρς (Dorothy Squires, 1914-1998), επίσης μεγαλύτερή του στην ηλικία (κατά 13 χρόνια) και, αφού χώρισε τη βαν Στάυν το 1953, τη νυμφεύθηκε στη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ το 1954 για να σταδιοδρομήσουν εκεί. Αλλά εντάσεις αναπτύχθηκαν στον γάμο τους, ιδίως εξαιτίας της έλξεως που ασκούσε στον Μουρ η ηθοποιός Ντόροθυ Προβάιν, και επέστρεψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1961. Η Σκουάιρς είχε μία σειρά αποβολών κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ο Μουρ ανέφερε αργότερα ότι ο γάμος τους ίσως να είχε επιβιώσει αν είχαν μπορέσει να αποκτήσουν παιδιά.
Σε ένα από τα επεισόδια στη σχέση τους, η Σκουάιρς είχε σπάσει μία κιθάρα πάνω στο κεφάλι του Μουρ, ενώ όταν έμαθε για τη σχέση του με την Ιταλίδα ηθοποιό Λουίζα Ματτιόλι, σύμφωνα με την αφήγηση του Μουρ: «πέταξε ένα τούβλο στο παράθυρο καθώς περνούσα απ’ έξω, και καθώς πήγε να αρπάξει από το πουκάμισο μέσα από το σπασμένο τζάμι, τραυμάτισε τα χέρια της… Ηρθε η αστυνομία και είπαν ότι αιμορραγούσε, οπότε εκείνη ανταπάντησε ότι ήταν η καρδιά της που αιμορραγούσε». Παρά τις πολλαπλές μηνύσεις που του έκανε στα μετέπειτα χρόνια, ο Μουρ πλήρωσε το νοσοκομείο όπου νοσηλεύθηκε η Σκουάιρς όταν προσβλήθηκε από καρκίνο το 1996 και μέχρι το θάνατό της).
Λουίζα Ματτιόλι (Το 1961, στα γυρίσματα της ταινίας Η αρπαγή των γυναικών των Σαβίνων στην Ιταλία, ο Μουρ, που υποδυόταν τον Ρωμύλο, εγκατέλειψε τη Σκουάιρς για την Ιταλίδα ηθοποιό Λουίζα Ματτιόλι. Η Σκουάιρς αρνήθηκε να αποδεχθεί τον χωρισμό τους και μήνυσε τον Μουρ για απώλεια γαμήλιων δικαιωμάτων, αλλά ο Μουρ αρνήθηκε την εντολή του δικαστηρίου να επιστρέψει στη Σκουάιρς εντός 28 ημερών[. Οι Μουρ και Ματτιόλι συμβίωναν μέχρι το 1969, οπότε η Σκουάιρς τελικώς του έδωσε διαζύγιο, μετά από επταετή διάσταση. Στον πολιτικό γάμο του Μουρ και της Ματτιόλι, τον Απρίλιο του 1969 στο Λονδίνο, περίπου 600 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτήριο, με τις γυναίκες να φωνάζουν το όνομα του Μουρ. Ο Μουρ και η Ματτιόλι απέκτησαν μαζί τρία παιδιά: μία κόρη, την Ντέμπορα (γενν. 1963), η οποία έγινε επίσης ηθοποιός, και δύο γιους: τον Τζέφρεϋ και τον Κρίστιαν. Ο Τζέφρεϋ έγινε και αυτός ηθοποιός, εμφανιζόμενος στο πλευρό του πατέρα του στην τηλεταινία του 1976 Ο Σέρλοκ Χολμς στη Νέα Υόρκη, ενώ αργότερα άνοιξε με τον Τζέιμι Μπάρμπερ το εστιατόριο Hush στο Μέυφαιρ του Λονδίνου. Ο Τζέφρεϋ με τη σύζυγό του Λούλου έχουν δύο παιδιά, την Άμπρα και τη Μία. Ο μικρότερος γιος του Ρότζερ Μουρ, ο Κρίστιαν είναι παραγωγός ταινιών.
Κριστίνα Θόλστρουπ (Οι Μουρ και Ματτιόλι χώρισαν το 1993, μετά τη σύναψη σχέσεων του Μουρ με τη Σκανδιναβή Κριστίνα («Κίκι») Θόλστρουπ (Kristina Tholstrup). Την ίδια χρονιά που ο Μουρ διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη, μία εμπειρία που «τον οδήγησε στο να επαναξιολογήσει τη ζωή και τον γάμο του». Οι Ματτιόλι και Θόλστρουπ ήταν φίλες από πολύ καιρό. Ο Μουρ παρέμεινε σιωπηλός για το διαζύγιό του από τη Ματτιόλι, και αργότερα είπε ότι δεν ήθελε να πληγώσει τα παιδιά τους «εμπλεκόμενος σε έναν πόλεμο λέξεων». Τα παιδιά του Μουρ δεν μιλούσαν στον πατέρα τους για μήνες μετά τον χωρισμό. Η Ματτιόλι αρνιόταν να δώσει διαζύγιο στον Μουρ μέχρι το 2000, όταν συμφωνήθηκε ένας διακανονισμός ύψους 10 εκατομμυρίων λιρών, και ο Μουρ τέλεσε τον γάμο του με την Θόλστρουπ το 2002.
https://www.youtube.com/watch?v=-wKjsjp7Go8
Ακολουθεί φωτογραφικό αφιέρωμα:
Σχόλια για αυτό το άρθρο