-Έχω και ένα παλικάρι που τραγουδάει θες να τον ακούσεις; , είπε ο μάνατζερ
-Αυτόν εκεί; , ρώτησε ο μαγαζάτορας
-Ναι , απάντησε ο μάνατζερ
-Δεν ξέρω αν τον θέλω, ανταποκρίθηκε ο μαγαζάτορας
-Άκουσε τον και θα δεις, επέμενε ο μάνατζερ
-Θα πω το μια χαμένη Κυριακή και έριξε το σύνθημα στην ορχήστρα το παλικάρι
Και ο μαγαζάτορας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το μαγαζί λεγόταν G.G. στη Βέροια και το παλικάρι έχει το όνομα Μάριος. Αυτή ήταν η αρχή του. Ή μάλλον από εδώ άρχισε η καταξίωση του.
Ο Μάριος Βεάνος έχει γράψει χιλιόμετρα στα νυχτερινά μαγαζιά της επαρχίας και δοξάστηκε όσο κανείς άλλος. Οι θαμώνες δεν σου έλεγαν το μαγαζί που θα πήγαιναν αν τους ρωτούσες. Σου έλεγαν: “Θα πάμε στον Μάριο”. Και ο Μάριος γνώριζε καλά πώς να τους κάνει κοινωνούς του στους ναούς που βασίλευε!
17 ετών ξεκίνησε δειλά-δειλά από την Πάτρα δημιουργώντας μια περσόνα που την ζήλεψαν πολλοί. Αλμοδοβαρική μορφή που αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος. Δεν μιμήθηκε κανέναν, έχτισε την περσόνα του από εικόνες που είχε στο μυαλό. Μελέτησε περιοδικά μόδας, μελέτησε την εμφάνιση του Boy George, του Λιμπεράτσε και του Έλτον Τζον.
Γνωρίζοντας ήδη ότι είναι γεννημένος για την πίστα και τους προβολείς έζησε το μεγαλείο των 80s και των 90s με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δυο ρούχα όλα και όλα στην Πάτρα, όμως το μεγαλείο του δεν ήταν στα ρούχα, ήταν στο χαρακτήρα του. Δεν δίστασε να βαφτεί και να στιγματιστεί στο μυαλό όλων. Το πρώτο αφεντικό στην Πάτρα αντί για μπράβους, είχε δυο λυκόσκυλα που μούγκριζαν σε όποιων δεν πλήρωνε! Τίποτα όμως δεν το φόβισε, άγνοια κινδύνου. Αρκεί να έβγαινε στη σκηνή και να τα έλεγε!
Πτολεμαϊδα, Βέροια, Τρίκαλα, Λάρισα. Όλος ο κάμπος στα πόδια του. Γκράντε σκυλάδικο και αυθεντικό. Έφερε τα shows στα μέρη τους. Υπερπαραγωγές, φώτα, προβολείς, παγιέτα και μέικ απ! Δεν ξένισε κανέναν όλο αυτό. Δημιούργησε ταραχή σε όλη την επαρχία. Άλλωστε έθεσε τα όρια του από νωρίς και είχε τα στεγανά του. Έβγαινε να τραγουδήσει με δυο μέτρα ουρά στο ρούχο του. Τέλειωνε το τραγούδι και ακόμα η ουρά ακολουθούσε. Και όλα αυτά σε μια Ελλάδα ανέμελη, γεμάτη γέλια, αυθεντική και με κέφι!
Ελένη Ροδά, Βίκυ Μοσχολιού, Ρίτα Σακελλαρίου, Λίτσα Διαμάντη, Μαριώ, Πόπη Στεφάνου, Μαίρη Βάσσου και άλλες πολλές που τον σεβάστηκαν και τον αγάπησαν. Οι μεγάλες φωνές του λαϊκού τραγουδιού, του έδωσαν το χώρο και το χρόνο που του άρμοζε. Δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από αυτόν. Ακομπλεξάριστες. Άλλωστε οι γυναίκες ήταν το αγαπημένο του κοινό. Έφτασαν σε σημείο να τον συμβουλευόταν για τα καλλυντικά που ήθελαν.
Κολύμπησε σε πεντοχίλιαρα, γραβάτες κάηκαν στα πόδια του, κόρνες για την πάρτη του. Σφήνωσε στα πιάτα και στα γαρύφαλλα στην πίστα. Μέχρι και οι πιστοί που ακολουθούσαν τον επιτάφιο άλλαξαν πορεία και ακολουθούσαν τον Μάριο. Υπερβολικό; Μπορεί ναι αλλά η εποχή είχε μια υπερβολή σε όλα. Αφέθηκε ο κόσμος στην υπερβολή!
Φάληρο, Διογένης, G.G., Μοκάμπο, Κέντια. Οι ναοί της διασκέδασης, τα αυθεντικά σκυλάδικα, με τον περίεργο τους χαρακτήρα. Δεν το είχε σε τίποτα να ανεβαίνει στο τραπέζι με το ντέφι και να τα κάνει όλα γιάμπα στο πέρασμα του. Ο κόσμος τον αγάπησε και ο ίδιος τους ανταπέδωσε στα μέγιστα. «Ο κόσμος είναι αυτός που σε φτιάχνει» όπως λέει ο ίδιος.
Είχε τους δικούς του όρους και όλα λειτουργούσαν όπως ήθελε ο ίδιος. Όλα περνούσαν από τον ίδιο με ασταμάτητες ώρες προβών. Πρόσεχε και την κάθε λεπτομέρεια στο μαγαζί που δούλευε, μέχρι και το αν άδειαζε το τασάκι ο σερβιτόρος στα τραπέζια. Το όνομα του ήταν πάντα πρώτο γιατί έτσι έπρεπε, δεν το διαπραγματευόταν, όσο και αν κάποιος πάλεψε να ανεβοκατεβάζει την συρταρωτή ταμπέλα και να του αλλάζει τη σειρά στη μαρκίζα.
Δισκογραφία μπορεί να μην έκανε, δεν συμφώνησε στους όρους που του επέβαλε η δισκογραφική, άλλωστε πώς να συμβιβαστείς στα δεδομένα της Αθήνας, όταν έχεις μάθει στο ελεύθερο πνεύμα της επαρχίας! Ποτέ όμως δεν είναι αργά για τίποτα!
Υ.Γ. Δεν θέλησα να κάνω μια συνέντευξη στημένη με τον Μάριο. Ήπιαμε καφέ και τα είπαμε!
Σχόλια για αυτό το άρθρο