Μια μέρα της Λάσκαρη ίσως να ήταν μια ολόκληρη ζωή για άλλους. Η ζωντάνια, η αντοχή της στα ποτά και τα ξενύχτια, η αγάπη της για περιπέτεια, το κέφι της, μαζί με την χρυσή καρδιά της και το τρανταχτό γέλιο της, την έκαναν ψυχή της παρέας. Μια μέρα μαζί της, ήταν μια εμπειρία που σου έμενε αξέχαστη.
“Ακούστε χωριανοί! Ακούστε χωριανοί! Απόψε στις 10 το βράδυ, στο χωράφι της Χλιαρτσονίκαινας, έχει σινεμά! Θα προβληθεί η ταινία “Κατήροφος” με τη Ζωή Λάσκαρη! Η ταινία είναι ακατάλληλη για τα παιδιά! Απόψε στις 10, ελάτε να δείτε τον “Κατήροφο” με τη Ζωή Λάσκαρη γυμνή!”
Είμαι στο χωριό Πεντάπολη Δωρίδος, είμαι 12 χρονών και έχω έρθει εδώ για καλοκαιρινές διακοπές, στον παππού. Στην αυλή του σπιτιού, έχουμε μαζευτεί όλα τα αγόρια του χωριού και ψάχνουμε να βρούμε ένα τρόπο για να δούμε την ακατάλληλη ταινία. Ο γιός της Χλιαρτσονίκαινας, ο Πάνος, ένα αγόρι γύρω στα 16, μας δίνει τη λύση. Τον έχουν βάλει να φυλάει την οθόνη, ένα λευκό σεντόνι τεντωμένο σε δυο κολόνες. “Αν μου δώσετε ένα 10άρικο, θα σας αφήσω να κάτσετε πίσω από το πανί” μας λέει και σε χρόνο ρεκόρ έχουμε μαζέψει το ποσό και του το έχουμε δώσει σε φράγκα, δίφραγκα, πενηνταράκια και δεκάρες.
Το βράδυ έχουμε φύγει από τα σπίτια μας και έχουμε μαζευτεί πίσω από την οθόνη. Πολλά παιδιά έχουν φέρει μαζί ψωμιά, τυριά, αυγά, αχλάδια και μασουλάνε σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι. Το κοινό είναι κυρίως άντρες, υπάρχουν μερικές ηλικιωμένες γυναίκες, αρκετοί παππούδες και ο παπάς του χωριού! Πολλοί έχουν παραγγείλει ψητά και κοκορέτσια στην ταβέρνα του Μήτσου, τρώνε και πίνουν, είναι μια ζεστή βραδιά του Αυγούστου και ένας διάχυτος ερωτισμός έχει απλωθεί πάνω σε νέους και γέρουςκαι παιδιά. Οταν αρχίζει η προβολή, βλέπουμε τους τίτλους που προβάλλονται ανάποδα. “Ετσι θα τη δούμε την ταινία; Ανάποδα;” ρωτάει ένα παιδί. “Τι σε πειράζει; Αμα γδυθεί, γδυτή θα τη δούνε και αυτοί από μπροστά και εμείς από πίσω!” απαντάει ο Πάνος και χώνει το χέρι του μέσα στο βρακί του…
Tις επόμενες δύο ώρες που κράτησε η προβολή, όλος ο ανδρικός πληθυσμός στο χωράφι της Χλιαρτσονίκαινας, αναστέναζε, βόγκαγε, έτριβε τον καβάλο του, σχολίαζε μεγαλόφωνα, κάθε φορά που η Ζωή εμφανιζόταν στην οθόνη, ντυμένη ή γυμνή. Ο παπάς σηκώθηκε και έφυγε έξαλλος φωνάζοντας: “Nα πάτε στα τίμια σπίτια σας Χριστιανοί! Μη μένετε εδώ! Αυτή η γυναίκα είναι σατανάς! Οποιον μείνει θα τον αφορίσω!”. Κανέναςc δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Στο μεταξύ ο Πάνος και τα άλλα παιδιά τις είχαν βγάλει έξω και είχαν πιάσει δουλειά. Πήγα να κάνω το ίδιο, αλλά ξαφνικά, έφαγα ένα γερό χαστούκι που μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. “Παλιόπαιδο!” μου λέει η γιαγιά μου και μου στρίβει το αυτί. “Παλιόπαιδο, έφαγα τον κόσμο να σε βρω, κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία μου! Πάμε σπίτι τώρα αμέσως και να δω τι θα πεις στον παππού σου, που του βούτηξες από το πορτοφόλι λεφτά, για να έρθεις να δεις αυτή την…την…πως τη λένε…” “Ζωή Λάσκαρη!” πρόλαβα να πω, πριν μου έρθει και ο δεύτερος φούσκος…”
H Zωή ξεσπάει σε γέλια. Είναι απόγευμα Παρασκευής, στο σπίτι της στην Ηροδότου. Εχει βγει από το μπάνιο, φοράει ένα λευκό μπουρνούζι και στέκεται όρθια μπροστά στην τεράστια ντουλάπα της. Εχω έρθει για να την πάρω, να πάμε στο ξενοδοχείο King George. Ο Σωκράτης Καλκάνης μας έχει καλέσει να δούμε από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου την ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι 16 Οκτωβρίου 1981, παραμονές εκλογών και το Πασόκ έχει μεγάλο ρεύμα, όλοι λένε οτι θα γίνει κυβέρνηση. Αλλά ο βασικός λόγος που θα μαζευτούμε απόψε, είναι για να παίξουμε μπριρίμπα!
Εγώ έχω πάρει μια μπύρα από το ψυγείο κι ενώ περιμένω να ετοιμαστεί, της αφηγούμαι την ιστορία με την προβολή στο χωριό. “Είναι αλήθεια ότι έχω κάνει πολλές ζημιές στους άντρες. Αλλά δεν φταίω εγώ, φταίνε οι ταινίες που έχω παίξει”. ” Είναι αλήθεια, στις ταινίες κολάζεις και δεσπότη!” Γυρνάει, με κοιτάει αυστηρά. “Μη λες τέτοια πράγματα! Πρέπει να τη σεβόμαστε την Εκκλησία!” “Μωρέ την Εκκλησία την σέβομαι, οι παπάδες όμως είναι καμιά φορά ανάξιοι”. “Μην κρίνετε για να μην κριθείτε. Αυτό μου λέει συνέχεια ο γέροντας”. “Ποιός γέροντας;” “Εχω ένα πνευματικό, που πάω και εξομολογούμαι. Αγιος άνθρωπος! Το βλέπεις αυτό το πουλόβερ; Το αγόρασα για να του το δώσω, φοράει ένα τρύπιο ράσο και τρέμει από το κρύο”.
Ανοίγει την ντουλάπα. Είναι γεμάτη φορέματα και γούνες. “Θέλω να τις πετάξω όλες αυτές τις γούνες, δεν αντέχω να βλέπω αυτά τα ζώα στη ντουλάπα μου”. “Καλά, θα πετάξεις αυτές τις γούνες; Είναι πανάκριβες! Δώστες κάπου να σου τις φυλάξουν!” Γελάει. “Το έλεγα της Αλίκης και μου λέει “Ζωίτσα μου, να τις φέρεις εμένα να σου τις φυλάξω και όταν σου περάσει η τρέλα με τις γούνες, θα σου τις δώσω πίσω”. Αλλά δεν την εμπιστεύομαι”. “Απαπαπαπα! Οτι μπαίνει στο σπίτι της Αλίκης, δεν ξαναβγαίνει από εκεί!” λέω και ξεσπάμε και οι δύο σε γέλια.
Διαλέγει ένα φόρεμα, βγάζει το μπουρνούζι και μένει γυμνή. Βλέπω το υπέροχο κορμί της με τις υπέροχα πόδια και σκέφτομαι ότι πολλοί άντρες θα έδιναν και το δεξί τους χέρι για να είναι στη θέση μου. Δοκιμάζει το φόρεμα, που διάλεξε, της πάει γάντι. Κάθεται μπροστά στον καθρέφτη. Για πρώτη φορά παρατηρώ πόσο μικρά είναι τα μάτια της. Μικρότερα κι από της Αλίκης, κουμπότρυπες! Αρχίζει να μακιγιάρεται με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις. Οταν τελειώνει και γυρίζει να την δω, βλέπω μπροστά μου τη Λάσκαρη που ξέρουμε όλοι, το είδωλο, το σύμβολο του σεξ, τη θεά. “Να βάλω τις κόκκινες ή τις μαύρες γόβες;” με ρωτάει. “Τις κόκκινες”. Βάζει τις μαύρες. “Ετοιμη!” μου λέει, βάζει κολώνια, παίρνει την τσάντα της και τα κλειδιά της και φεύγουμε.
Στο τεράστιο σαλόνι της σουίτας του Σωκράτη Καλκάνη, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου King George, έχουν στηθεί τρία τραπέζια με πράσινη τσόχα. Στο πρώτο κάθεται ο Νίκος Μουρατίδης, ο Βλάσσης Μπονάτσος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Μάο. Στο δεύτερο, η Τάνια Τσανακλίδου, ο Τάκης Τσαντίλης, ο Γιώργος Ζούλιας και ο Αρης Δαβαράκης. Και στο τρίτο, η Ζωή Λάσκαρη παίζει ζευγάρι με τον Ηλία Ψινάκη και ο Σωκράτης Καλκάνης με εμένα. Σιχαίνομαι τη χαρτοπαιξία, δεν μπορώ να κρατάω για πολλή ώρα τα χαρτιά, τα χέρια μου ιδρώνουν, δεν θυμάμαι τι χαρτιά περνάνε, γενικά δεν το έχω με την τράπουλα.
Aρχίζουμε να παίζουμε, ο Σωκράτης είναι νευριασμένος που παίζει μαζί μου, η Ζωή με τον Ψινάκη μας κατατροπώνουν. Είναι η πρώτη φορά που παίζω χαρτιά μαζί της, παίζει γρήγορα και τολμηρά και όταν κερδίζει, τινάζει το κεφάλι προς τα πίσω και το γέλιο της, δυνατό, πλούσιο, τρανταχτό, σχεδόν επιδεικτικό, γεμίζει το χώρο. Ατάκες ακούγονται από τα διπλανά τραπέζια, οι δυό σταρ της παρέας, μιλάνε σαν παλιές φίλες η μια στην άλλη, η Αλίκη τη λέει “Ζωίτσα” και η Ζωή “Αλικάκι”.
Εξω, στην πλατεία Συντάγματος, ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει στο ενθουσιασμένο πλήθος που παραληρεί: “Eμπρός-Ανδρέα-Για μια Ελλάδα νέα!”. “Μωρή, αισθάνομαι σαν την Μαρία Αντουανέττα πριν πέσει η Βαστίλλη! Λες να ετοιμάζουν γκιλοτίνες έξω στην πλατεία Συντάγματος για να μας κόψουν το λαιμό;” λέει ο Ψινάκης και κυλιόμαστε όλοι στο πάτωμα από τα γέλια. “Αλικάκι, τι θα ψηφίσεις την Κυριακή;” ρωτάει κάποια στιγμή η Λάσκαρη. Ολοι κρατάμε την αναπνοή μας και περιμένουμε την απάντηση, αλλά η Αλίκη δεν μας κάνει τη χάρη. “Ζωίτσα μου, το ξέρεις, η ψήφος είναι μυστική” της απαντάει διπλωματικά. “Ελα, πες μας τώρα, θα μείνει μυστικό μεταξύ μας!” επιμένει η Ζωή. “Οτι θα ψηφίσει ο ελληνικός λαός!” λέει τσαχπίνικα η Αλίκη και αμέσως μετά “Εκανα καθαρή μπιρίμπα! ” και δείχνει τα χαρτιά της.
Κοιτάζω τη Ζωή και περιμένω να γελάσει, βλέπω όμως μπροστά μου τη Μέδουσα με ξανθά μαλλιά. Εχει γουρλώσει τα μάτια, το γέλιο της έχει στραβώσει και έχει γίνει γκριμάτσα, πετάει τα χαρτιά και αρχίζει ένα λογύδριο υπέρ του Γεωργίου Ράλλη και εναντίον του Παπανδρέου, χωρίς αρχή, μέση και τέλος. “Και τώρα θα ψηφίσεις τους σοσιαλιστές, για να φέρουν τον κομμουνισμό στην Ελλάδα;” γυρνάει και λέει στην Αλίκη. “Ξεχνάς ότι οι κομμουνιστές σκότωσαν τους πατεράδες μας; Oτι εξ΄αιτίας τους μείναμε και οι δύο ορφανές από μικρά κορίτσια;” Μια παγωμάρα πέφτει στο πολυτελές σαλόνι, έχουμε μείνει εμβρόντητοι με τα χαρτιά στα χέρια, γυρνάμε και κοιτάμε την Αλίκη. Εχει συγκινηθεί, κάτι πάει να πει, απ΄έξω ακούγονται ζητωκραυγές και συνθήματα, αφήνουμε κάτω τα χαρτιά και βγαίνουμε στο μπαλκόνι να δούμε τι συμβαίνει.
Γίνεται πανζουρλισμός, το Σύνταγμα φλέγεται, ο κόσμος εκστασιασμένος αποθεώνει τον Παπανδρέου. Οταν μπαίνουμε μέσα, η Ζωή είναι ήρεμη, σκύβει, αγκαλιάζει την Αλίκη, “Συγνώμη αν σε στενοχώρησα Αλικάκι μου” της λέει τρυφερά, η Αλίκη κάτι ψιθυρίζει, “Καλά θα κάνεις που θα τους ψηφίσεις, αυτοί θα βγουν με τα τσαρούχια!” ” Ελα ρε Ζωή, άσε την Αλίκη!” πετάγεται ο Βλάσσης με το γνωστό ” Αφού το ξέρεις, η Αλίκη είναι…είναι…” “… η κόρη μου η σοσιαλίστρια!” πετάγεται ο Ψινάκης και το γέλιο της Λάσκαρη ακούγεται ξανά, εύθυμο και δυνατό, μαζί με το δικό μας!
Oπως ήταν φυσικό, η Ζωή με τον Ψινάκη μας κατατρόπωσαν. Ο Σωκράτης άρχισε να χασμουριέται, ένας-ένας οι καλεσμένοι έχουν αρχίσει να αποχωρούν, έχουμε μείνει τελευταίοι. “Τι θα κάνεις;” ρωτάει η Ζωή τον Ηλία. “Αγάπη μου έχω ένα σημαντικό ραντεβού!” “Δεν πάμε για κανά ποτάκι;” “Δεν μπορώ αγάπη μου, είδα και έπαθα για να το κλείσω αυτό το ραντεβού! Να, πάρε τον Παύρη και πηγαίνετε, που κάνετε κι ωραίο ντουετάκι: Παύρη Ζωή!” Ξανά το τρανταχτό, κακαριστό γέλιο. “Θέλεις να πάμε στο Παγκράτι, σε ένα μπαράκι που είναι κοντά στο σπίτι μου, στο Bright Shoe;”. την ρωτάω. “Το ξέρω! Ωραία, πάμε εκεί!” “Θα έρθω κι εγώ μαζί σας!” λέει ο Αρης Δαβαράκης. Καληνυχτίζουμε τον Σωκράτη και βγαίνουμε στο Σύνταγμα που δονείται από το μεγάλο πλήθος και το μεγάλο πάθος.
Πηγαίνουμε στο Bright Shoe, πίνουμε, καπνίζουμε, περνάμε ωραία, όταν, κάποια στιγμή, η Ζωή γυρνάει και μας λέει ταραγμένη: “Πάμε να φύγουμε από εδώ, αισθάνομαι πως κινδυνεύουμε!” Την κοιτάμε και οι δυό απορημένοι, “Από τι κινδυνεύεις;” τη ρωτάει ο Αρης. “Σου είπε ή σου έκανε κανείς κάτι;” “Οχι, όχι, το ένστικτό μου μού λέει ότι κάτι κακό θα συμβεί εδώ!” του απαντάει και μαζεύει τα πράγματά της. Είμαστε οι τελευταίοι πελάτες, ο Θάνος περιμένει εμάς για να κλείσει το μαγαζί, πάμε να πληρώσουμε, τα ποτά είναι κερασμένα.
Περνάμε απέναντι, στην πολυκατοικία που έμενα. “Πρέπει να πάω στην τουαλέτα” λέει η Ζωή. ” Πάμε πάνω, στη δική μου” της προτείνω και ανεβαίνουμε και οι τρεις στο ρετιρέ της οδού Ερατοσθένους. Πάει στην τουαλέτα, βγαίνει, “Πεινάω!” μου λέει “Eχεις τίποτα να φάω;” “Κάτι φασολάκια της μαμάς. Τα έχω όμως στο ψυγείο, πρέπει να τα ζεστάνω…” “Οχι αγαπούλα μου, τρελλαίνομαι για κρύα φασολάκια, λίγο ψωμί και λίγη φέτα, αν έχεις, δώσμου και είμαι οκ”. Τα πήρε, έβγαλα τρεις καρέκλες και καθίσαμε στο μπαλκόνι. Είχε φεγγάρι, απέναντί μας ο Θάνος έσβησε ένα-ένα τα φώτα του μαγαζιού, κλείδωσε και έφυγε. Η Ζωή έτρωγε με όρεξη τα φασολάκια της μανούλας, αρχίσαμε να μιλάμε για προαισθήματα και προειδοποιήσεις που μας στέλνει το ένστικτό μας. “Δεν ξέρω τι με έπιασε, αλλά αισθάνθηκα πως αν μέναμε λίγο ακόμα, κινδυνεύαμε! Ετσι μου είπε το ένστικτό μου, αλλά μάλλον έκανε λάθος!.” είπε γελώντας η Ζωή. “Δεν πειράζει, ωραία περνάμε και στο μπαλκόνι του Παύρη.” λέει ο Αρης.
Κάτι ετοιμάζομαι να πω κι εγώ, αλλά την ιδια στιγμή, ακούγεται ένα τρομερό μπάααμ! και ξαφνικά, το μπαρ του Θάνου απέναντί μας, τινάζεται στον αέρα! Υστερα από λίγο τυλίγεται στις φλόγες! Μένουμε αποσβολωμένοι, δεν το πιστεύουμε αυτό που βλέπουμε! Αν δεν είχαμε φύγει πριν δέκα λεπτά, τώρα θα είμασταν νεκροί! Νεκροί! “Παναγίτσα μου!” λέει η Ζωή και κάνει έντρομη το σταυρό της. Κάνουμε κι εμείς το σταυρό μας, από μακριά ακούγονται σειρήνες και μετά από λίγο φτάνουν οι πυροσβέστες και προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά. “Ζωή”, της λέω “τελικά το ένστικτό σου ήταν σωστό, μας έσωσες τη ζωή!” Μας κοιτάζει και τους δύο για λίγο σαστισμένη, επανέρχεται, “Δεν σας έσωσε μόνο το ένστικτό μου! Αν δεν ήθελα να πάω στην τουαλέτα, μπορεί να καθόμασταν έξω από το μαγαζί και να κουβεντιάζαμε!” “Τι θες να πεις; Oτι μας έσωσε το κατούρημα;” Το περίφημο τρανταχτό, ανέμελο και σχεδόν επιδεικτικό γέλιο της ακούστηκε σε όλο το Παγκράτι. “Ναι Παύρη μου, μας έσωσε το κατούρημα!”
Ομως η νύχτα δεν είχε τελειώσει. Και μόλις συνήλθε λίγο από το σοκ, πήρε τηλέφωνο τη φίλη της Χρύσα Κοροπούλη. Μίλησαν λίγο στο τηλέφωνο, “Εγώ και η Χρύσα θα πάμε στο Μητροπάνο. Θα έρθετε;”. Ο Αρης δήλωσε κουρασμένος και ταραγμένος από την έκρηξη και αποχώρησε. Εγώ είπα πως θα την ακολουθήσω. Περάσαμε, πήραμε τη Χρύσα από την Χάρητος και πήγαμε στο Μητροπάνο. Μόλις μας είδαν να μπαίνουμε στο μαγαζί, έτρεξαν και μας έβαλαν πρώτο τραπέζι πίστα. Βγήκε ο Μητροπάνος και τραγούδησε από την αρχή όλο το πρόγραμμα μπροστά της. Της αφιέρωσε όλα τα τραγούδια. Κι όταν γύρω στις 5 το πρωί, μείναμε εμείς κι εμείς, “Μη φύγετε” μας λέει, “θα πάμε σπίτι μου”.
Είχα πιεί το Βόσπορο, πείναγα φοβερά. “Μη σε νοιάζει” μου λέει ο Μητροπάνος, “Θα μαγειρέψω για όλους”. Οντως, έβαλε μια ποδιά και ετοίμασε πατάτες, σαλάτες, μπριζόλες, τόσο ωραία και νοικοκυρεμένα που αν δεν το έβλεπα δεν θα το πίστευα. Τέλειος οικοδεσπότης. Κάτσαμε και φάγαμε οι δυό μας. Η Χρύσα δεν πείναγε. Η Ζωή το ίδιο, είχε φάει τα φασολάκια μανούλας. Είχε βγάλει τις μαύρες γόβες, είχε μισοξαπλώσει στον καναπέ και άκουγε με ευχαρίστηση τον Μητροπάνο να της λέει ότι στο στρατό, είχαν όλοι οι φαντάροι την φωτογραφία της. “Ημουν δηλαδή η μάνα του λόχου!” “Ποιά μάνα; Η μούνα του λόχου ήσουν!”
Είχε ξημερώσει για τα καλά. Η Χρύσα βαριόταν, εγώ κουτούλαγα από το πιοτό κι από τη νύστα, ακόμα και ο Μητροπάνος είχε πια σταματήσει να μιλάει και έκανε μασάζ στα πόδια της Ζωής. Εκανα νόημα στη Χρύσα, “Ε, να φεύγουμε εγώ κι ο Παυρούλης, να σας αφήσουμε να τα πείτε με την ησυχία σας”.
“Σταθείτε, έρχομαι κι εγώ!” λέει η Ζωή και σε χρόνο ρεκόρ πετιέται απάνω, βάζει τις γόβες της, παίρνει την τσάντα της, “Συγνώμη” λέει γελώντας στο Μητροπάνο “Η μούνα θέλει να πάει να κοιμηθεί!”
Σχόλια για αυτό το άρθρο