Ένα μεσημέρι έκοψα μια φέτα καρπούζι για να δροσιστώ και μια σταγόνα έπεσε στο πάτωμα. Δεν έδωσα σημασία. «Αν φάω πρώτα το καρπούζι» σκέφτηκα «και ύστερα θα κάνω ένα ωραίο σφουγγαρισματάκι». Έκοψα μια φέτα ψωμί, μερικά ψιχουλάκια έπεσαν στο πάτωμα, πήρα ένα κομμάτι τυρί φέτα και πήγα στο γραφείο μου να απολαύσω το συνδυασμό ψωμί-τυρί-καρπούζι. Πόσο έκανα για να τα φάω; Ένα τέταρτο; Είκοσι λεπτά; Όταν γύρισα στην κουζίνα είδα πως η σταγόνα του καρπουζιού από κόκκινη είχε γίνει μαύρη και πάνω της είχαν μαζευτεί αμέτρητα μικρά μυρμηγκάκια που έπιναν με απληστία. Τριγύρω τους κάτι μεγαλύτερα σαν στρατιώτες τα επιτηρούσαν, και αν κάποιο ξεχνιόταν και έμενε παραπάνω το έδιωχναν με κλωτσιές, δαγκώματα και πολλές φορές το αποκεφάλιζαν για να βλέπουν τα υπόλοιπα και να συνετίζονται. Αυτά που ήδη είχαν πιει από την καρπουζοσταγόνα, προφανώς εργάτες, τα οδηγούσαν προς τα ψιχουλάκια που είχαν πέσει στο πάτωμα. Κάθε εργάτης, φορτωνόταν ένα ψιχουλάκι δεκαπλάσιο από το μέγεθός του και με τη συνοδεία των στρατιωτών το κουβαλούσε αγκομαχώντας προς τη φωλιά, κάτω από τα ντουλάπια της κουζίνας μου.
Όλοι ξέρουμε τον μύθο του τζίτζικα και του μέρμηγκα. Προσωπικά, ως στιχουργός και ως άνθρωπος, είμαι με το μέρος του τζίτζικα. Πιστεύω πως αν μαζεύεις όλο το καλοκαίρι για το χειμώνα, χάνεις το καλοκαίρι. Μου τη σπάνε τα μυρμήγκια που μες στο κατακαλόκαιρο πάνε-έρχονται, το ένα πίσω από το άλλο, τακτικά και υποταγμένα και όλο κάτι κουβαλάνε. Χαλάρωσε λίγο, βρε κουκλίτσα μου! Και προπαντός, έξω από την κουζίνα μου! Με αυτές τις φιλοσοφικές ιδέες στο μυαλό, πήρα τη μυγοσκοτώστρα και άρχισα να κυνηγάω πρώτα τα μεγαλύτερα, τους στρατιώτες, μήπως απαλλαγούν οι εργάτες από τους δυνάστες τους και πάνε αλλού να βρούνε ψιχουλάκια. Έγινε ο κακός χαμός: οι εργάτες έτρεχαν δεξιά κι αριστερά σαν δαιμονισμένοι, χωρίς καμία καθοδήγηση. Οι στρατιώτες παραζαλισμένοι προσπαθούσαν να επιβάλουν την τάξη, ένας γερομέρμηγκας που η μυγοσκοτώστρα τον είχε βρει ξώφαλτσα, κατευθυνόταν κουτσαίνοντας προς τα ντουλάπια. Τον άφησα να πάει να αναγγείλει στους υπόλοιπους μέσα στη φωλιά πως εκεί έξω μια ανώτερη δύναμη είχε αρχίσει τη γενοκτονία των μυρμηγκιών. Φλαπ! Φλαπ! Χτυπούσα δεξιά κι αριστερά, αλλά αυτά τα άτιμα, ιδίως οι εργάτες, έπεφταν κάτω και μετά από λίγο σηκώνονταν, έκαναν νοήματα με τις κεραίες τους, έτρεχαν, έπιαναν ένα ψίχουλο και συνέχιζαν το κουβάλημα! «Ηλίθια! Ηλίθια!» τους φώναζα. «Προσπαθώ να σας απαλλάξω από τα αφεντικά σας και εσείς συνεχίζεται να τους κουβαλάτε τροφή;»
Η μυγοσκοτώστρα δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έβγαλα την παντόφλα και άρχισα να τα χτυπάω. Και τότε κατάλαβα πως η έκφραση «δεν έχω πατήσει ούτε μυρμήγκι» είναι μεγάλη μούφα γιατί απλούστατα το μυρμήγκι δεν πατιέται, αγάπη μου, είναι τόσο μικρό που πάντα βρίσκει ένα κενό ανάμεσα στο πάτωμα και στη σόλα του παπουτσιού! Παρ’ όλα αυτά οι στρατιώτες εξαφανίστηκαν με τις πρώτες παντοφλιές, οι εργάτες όμως δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Φρένιασα. Έψαξα για Aroxol, δεν είχα. Βρήκα ένα μπουκάλι ξύδι, τα ράντισα, τίποτα. Έβγαιναν τρεκλίζοντας μέσα από τις σταγόνες του ξυδιού, προχωρούσαν κάνοντας οχτάρια σαν τον Ορέστη Μακρή, έβρισκαν μετά από λίγο τον προσανατολισμό τους και άντε πάλι με το ψίχουλο στο στόμα. Έριξα χλωρίνη, ποτάσα, οινόπνευμα, κάποια στιγμή ξεραθήκανε. Τα άφησα εκεί για παραδειγματισμό.
«Δεν έπρεπε να τα σκοτώσεις. Τα μυρμήγκια είναι γούρι» μου είπε η μανούλα στο τηλέφωνο. «Πώς όμως μπήκανε στην κουζίνα; Θα πρέπει να έχουνε φωλιά εκεί κοντά». Θυμήθηκα πως ένα μήνα πριν, σε μια γωνία της βεράντας, είδα ένα σμήνος φτερωτά μυρμήγκια να βγαίνουν από μια τρύπα, να πετάνε δυο-δυο στον αέρα, να κάνουν φοβερά αεροπλανικά κόλπα και να πέφτουν κάτω. Μου φάνηκε πως ήταν νεκρά, τους έριξα λίγο νερό με το λάστιχο και τα ξέχασα. «Νομίζω πως ξέρω από πού ήρθαν» είπα στη μανούλα, της έστειλα φιλάκια, έκλεισα το τηλέφωνο, πήρα από τη βιβλιοθήκη την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη και είδα ότι πράγματι «τελούσι εν πτήσει την σύζευξιν αυτών και πίπτουσι κατά ζεύγη επί τους εδάφους. Τότε οι μεν άρρενες θνήσκουσι αι δε θήλειαι χάνουσι τα πτέρυγας αυτών και μεταφέρονται υπό των εργατών εις την φωλεάν ένθα αποθέτουσι τα ωά των». Αυτό λοιπόν έγινε στο σπίτι μου. Τα μυρμήγκια έκαναν τα αερογαμίσια τους και μετά γέννησαν τα αυγά τους. Πώς όμως έφτασαν στα ντουλάπια μου; Από τη βεράντα ως την κουζίνα είναι μεγάλη απόσταση. Προφανώς κάποιος δουλέμπορος θα τα οδήγησε εκεί με την υπόσχεση ότι θα βρουν βουνά από ψίχουλα, πεδιάδες από ζάχαρη και ποτάμια από Coca-Cola. Γιατί τα μυρμήγκια «τοιαύτην προτίμησιν τρέφουσι προς τας σακχαρώδεις ουσίας, ώστε φέρωσι εις τας φωλεάς των φυλλοφθείρας, τας καλούμενας μυρμηγκοαγελάδας, ας μεταχειρίζονται ως κατοικίδια ζώα αρμέγοντας γλυκύν τινα χυμόν ον αύται εκκρίνουσι από ωρισμένων αδένων». Κατάλαβες; Ήρθαν στο σπιτάκι μου να μου κλέψουν το ψωμάκι μου για να ταΐζουν τις μυρμηγκοαγελάδες τους! Άκου όμως παρακάτω να κουφαθείς τελείως: «Είδη τινά έχωσι την συνήθειαν να απάγωσι τας νύμφας και τας χρυσσαλίδας των εργατών άλλων ειδών, οι δε εκ τούτων εν ταις φωλεαίς των αρπάγων εξελισσόμενοι εργάται, εργάζονται εν αυτοίς και υπηρετούσι τους άρπαγας ως αιχμάλωτοι και δούλοι αυτών». Τα περίμενες αυτά από τα αθώα, ταπεινά μυρμηγκάκια; Δεν φτάνει που είναι καπιταλιστές, είναι και ιμπεριαλιστές! Ε, ρε ένας μυρμηγκοφάγος που τους χρειάζεται!
Ξαναγύρισα στην κουζίνα, άκρα του τάφου σιωπή επικρατούσε στα πλακάκια. Μόνο δυο μεγάλα μυρμήγκια σε μια γωνιά έκαναν καταμέτρηση των νεκρών εργατών. Μόλις άκουσαν τα βήματά μου κρύφτηκαν πίσω από ένα ψίχουλο και παρακολουθούσαν. Έβαλα ηλεκτρική σκούπα, μάζεψα με επιμέλεια και το τελευταίο ψιχουλάκι, σφουγγάρισα το πάτωμα με προσοχή και είπα να τσεκάρω τη σακούλα με το ψωμί. Άνοιξα την ψωμιέρα, όλα μια χαρά, ούτε ένα μυρμηγκάκι. Όταν όμως άνοιξα τη σακούλα, τι να δω; Όλο το καρβέλι είχε γίνει μια τεράστια μυρμηγκούπολη. Μέσα στις τρύπες του ψωμιού είχανε στήσει το τσαρδάκι τους, έτρεχαν χαρούμενα από τη μια τρύπα στην άλλη, έκοβαν βόλτες πάνω-κάτω, έκαναν τσουλήθρα πάνω στην κόρα του ψωμιού. Ποιος ξέρει τι θα τους είχαν πει τα αφεντικά τους. «Τα βάσανά σας πήραν τέλος! Φτάσαμε στη γη της επαγγελίας! Θα ζούμε όλοι μας μέσα σε σπίτια από ψωμί! Θα έχουμε αυτή τη σακούλα που θα μας προστατεύει από τους εχθρούς μας!» Δεν ξέρω τι τους είπαν τα αφεντικά, εγώ όμως βούτηξα τη σακούλα και όπως ήταν την πέταξα στα σκουπίδια. Αυτή την ώρα που μιλάμε θα είναι στη χωματερή, θα έχει σκιστεί, τα μυρμήγκια της χωματερής (που δεν αστειεύονται) θα τους την έχουν πέσει και οι αρχηγοί χαρούμενοι θα λένε «Βγήκαμε στις αγορές!»
«Πώς μπορώ να διώξω τα μυρμήγκια;» ρώτησα στο φούρνο που πήγα να πάρω καινούργιο ψωμί. «Κύριε Γιώργο, δοκιμάστε τη ρίγανη. Δεν αντέχουν τη μυρωδιά της και φεύγουν» μου είπε η κοπέλα στο ταμείο. Καλού-κακού πήρα και ένα Aroxol από το σούπερ μάρκετ και γύρισα σπίτι. Πήρα τη ρίγανη, πασπάλισα την ψωμιέρα, την έκλεισα και αποφάσισα να την ανοίξω την άλλη μέρα τα πρωί.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, έφτιαξα ένα καφεδάκι, ένας κόκκος ζάχαρη έπεσε πάνω στον πάγκο, αμέσως ένα τόσο δα μυρμηγκάκι, ανήλικο ακόμα, όρμησε, έπιασε τον κόκκο με τις δαγκάνες του και άρχισε να προχωράει προς την ψωμιέρα. Αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Άνοιξα την ψωμιέρα και είδα πως είχε μετατραπεί σε τεκέ! Χωμένα μέχρι το λαιμό καμιά εκατοστή μυρμήγκια έτρωγαν ανενόχλητα τη ρίγανη, έκοβαν βόλτες μαστουρωμένα, συγκρούονταν μεταξύ τους, κουνούσαν τις κεραίες τους σα να χόρευαν, μόνο ο ναργιλές έλειπε, μη σου πω ότι υπήρχε και ναργιλές απλώς δεν τον είδα από την ταραχή μου. «Μα τι διάολο;» σκέφτηκα, «υπάρχουν και μυρμήγκια χασικλήδες;» Έκλεισα την ψωμιέρα, άνοιξα την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη: «Εκτός των μυρμηγκοαγελάδων οι μήρμηγκες ξενίζουσι εις τας φωλεάς των και τον κάνθαρον λομέχουσα. Η λομέχουσα, εκ των αδένων αυτής, εκκρίνει χυμόν όστις περιέχει ναρκωτικήν ουσίαν, απλήστως ζητούμενην παρά των μυρμήγκων. Η φωλεά ήτις ξενίζει την λομέχουσαν εις μέγα πλήθος είναι καταδεδικασμένη εις αφανισμόν». Τώρα εξηγούνται όλα! Γι’ αυτό το λόγο δεν βάζουν κώλο κάτω όλο το καλοκαίρι. Δεν είναι ότι τους αρέσει η εργασία. Είναι μαστουρωμένα, αγάπη μου, χασικλήδες και πρεζάκια, που για να βγάλουν τη δόση τους γίνονται βαποράκια. Τους δίνουν ένα ποτήρι χυμό από τις μυρμηγκοαγελάδες, μια δόση από τη λομέχουσα και ύστερα τα ξαμολάνε και πάνε να βρουν κάνα ψιχουλάκι να τους ξεπληρώσουν. Καταλαβαίνεις τι θα γίνεται το χειμώνα που οι τιμές ανεβαίνουν. Α, ρε τζίτζικα!
Χωρίς κανένα ταμπού κι ενδοιασμό πήρα το Aroxol και ψέκασα σε κάθε γωνιά της κουζίνας. Πολύ φοβάμαι όμως ότι ούτε και ο ψεκασμός θα φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κάπου στο βάθος της φωλιάς οι έμποροι θα τα μαζέψουν και θα τους πουν πως εμφανίστηκε ένα καινούργιο ναρκωτικό, που είναι ανώτερο από όλα τα άλλα και πολύ φτηνό. Και τα μυρμήγκια με ενθουσιασμό θα τρέξουν να αγοράσουν Aroxol που όπως λέει και στις ενδείξεις προκαλεί παράλυση.
Μήπως αυτό δεν ψάχνουμε όλοι μας; Ένα γλυκό μυρμήγκιασμα στο σώμα
Σχόλια για αυτό το άρθρο