
Η βραβευμένη με Όσκαρ® Julia Roberts πρωταγωνιστεί στο ψυχολογικό θρίλερ “Μετά το κυνήγι” (Αfter the hunt) του Luca Guadagnino, σε σενάριο της Nora Garrett. Μια βαριά κατηγορία στον πανεπιστημιακό χώρο εξαπολύει μια θύελλα δημόσιου και προσωπικού χάους που θολώνει την αλήθεια για το τι πραγματικά συνέβη. Μυστικά, εξαπάτηση, οργή και οι αντικρουόμενες ατζέντες των πέντε κεντρικών χαρακτήρων συνυφαίνονται σε μια ιστορία με ηθικές διαστάσεις. Το ονειρικό καστ ολοκληρώνουν ο υποψήφιος για Όσκαρ® Andrew Garfield, η βραβευμένη με Emmy® Ayo Edebiri, η υποψήφια για Όσκαρ® Chloë Sevigny και ο βραβευμένος με SAG Michael Stuhlbarg.

H προικισμένη και απροκάλυπτα φιλόδοξη καθηγήτρια φιλοσοφίας Alma (Julia Roberts) αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την αναγνώριση του έργου της. Όταν μια χαρισματική φοιτήτρια (Ayo Edebiri) κατηγορεί τον συνάδελφο και στενό φίλο της (Andrew Garfield) ζητώντας τη βοήθειά της, η Alma κινδυνεύει καθώς το βαθιά κρυμμένο παρελθόν της μπορεί να αποκαλυφθεί.

Ο Stuhlbarg σχολιάζει για τον χαρακτήρα, «Η αφοσίωση του Frederik μοιάζει ανυποχώρητη απέναντι στις πράξεις της Alma», συνεχίζει ο Stuhlbarg. «Της προσφέρει ηρεμία και γαλήνη. Και
αντί να ακολουθήσει την αναμενόμενη πορεία του να απομακρυνθεί, η σχέση του με την Alma βαθαίνει όσο τα πράγματα περιπλέκονται».
Ο Frederik είναι ο ίδιος ένας αξιόλογος ψυχίατρος και ο Stuhlbarg εμβάθυνε στο παρελθόν ενός άνδρα που μεγάλωσε από δύο φροϋδικούς ψυχαναλυτές, έχει ευρεία κατανόηση της ανθρώπινης περιπλοκότητας και απολαμβάνει την τέχνη, τη μουσική και το φαγητό. Όσο για το τι τον συνδέει ακόμη με την Alma παρά το ότι εκείνη τον θεωρεί δεδομένο, ο Stuhlbarg λέει: «Ο Frederik ξέρει ότι στον πυρήνα τους και οι δύο είναι πεινασμένες ψυχές».
Tη διεύθυνση φωτογραφίας της ταινίας υπογράφει ο Malik Hassan Sayeed, που επιστρέφει στον κινηματογράφο μετά από 25 χρόνια απουσίας. Ο Guadagnino τον κυνηγούσε σχεδόν σε όλη του την καριέρα. «Ονειρευόμουν να δουλέψω με τον Malik από τη μέρα που είδα την πρώτη του ταινία, το «Clockers» του Spike Lee», λέει ο Guadagnino. «Αργότερα έμαθα ότι έκανε second unit για τον θρυλικό Stanley Kubrick στην ταινία «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» (Eyes Wide Shut). Αλλά μετά έμαθα πως αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο για να αφιερωθεί στην οικογένειά του. Έγινε ένας από τους καλύτερους διευθυντές φωτογραφίας στη διαφήμιση, αλλά δεν γύρισε ποτέ άλλη ταινία. Έτσι, έπρεπε πρώτα να τον πείσω να επιστρέψει. Το να το καταφέρω ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ζωής μου».
Ο Sayeed εξηγεί την επιστροφή του: «Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι αν έκανα ξανά ταινία,
έπρεπε να έχω εξασφαλίσει κάποια πράγματα. Το πρώτο ήταν η ιστορία. Η φιλοσοφία μου
είναι ότι το καστ και το συνεργείο δίνουν ζωή στην ταινία. Έπρεπε λοιπόν η ιστορία να έχει
αρκετή σημασία για μένα. Μόλις διάβασα το σενάριο, αυτό το κουτάκι τσεκαρίστηκε αμέσως.
Το σενάριο ήταν έξυπνο, επίκαιρο και με άγγιξε βαθιά. Το δεύτερο κουτάκι ήταν με ποιον θα κάνω την ταινία και ενθουσιάστηκα που θα δούλευα με τον Luca. Είναι ιστορικός του κινηματογράφου και μάστερ της γραμματικής του σινεμά. Έμαθα ότι σπούδασε θεωρία κινηματογράφου και ιστορία της τέχνης και ήταν κριτικός πριν γίνει σκηνοθέτης. Όπως ο Godard. Με συναρπάζει η προσέγγισή του στη σκηνοθεσία».
Ο Sayeed συνεργάστηκε στενά με τον σχεδιαστή παραγωγής Stefano Baisi, έναν αρχιτέκτονα
που δούλεψε έξι χρόνια στο design studio του Guadagnino στο Μιλάνο, και είχε πρωτοσχεδιάσει
για τον κινηματογράφο στην περσινή του ταινία «Queer».
Ο Baisi λέει για τον Guadagnino: «Η ομορφιά στο έργο του Luca πηγάζει από τη σχολαστική
έρευνα και την ακρίβεια. Λίγοι σκηνοθέτες ενσωματώνουν τόσο ολοκληρωμένα τα σκηνικά
στην αφήγηση. Για αυτό είναι συναρπαστικό να δουλεύεις μαζί του αλλά και μεγάλη ευθύνη.
Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη».
Η ταινία διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ιστορική πανεπιστημιούπολη του Yale,
με 15.000 φοιτητές, όπου ο νεανικός παλμός συναντά τη γοτθική αρχιτεκτονική. Η μεγάλη
πρόκληση για τον Baisi ήταν να την αναπαράγει πλήρως στο Λονδίνο. Στα Shepperton Studios,
η ομάδα του αναδημιούργησε με κάθε λεπτομέρεια κτίρια του Yale, όπως το εξωτερικό της
Beinecke Library και το Quad, όπως ήταν το 2019. «Όσοι γνωρίζουν καλά το Yale δεν μπορούσαν
να πιστέψουν ότι γυρίσαμε στο Λονδίνο. Αυτή ήταν η πρόκληση», λέει ο Guadagnino.
απορροφήσει την τοπογραφία, την αρχιτεκτονική και την ατμόσφαιρα. «Θέλαμε να δώσουμε
στο κοινό μια πολύ συγκεκριμένη Ivy League ατμόσφαιρα της Ανατολικής Ακτής, αλλά
ταυτόχρονα να την κάνουμε εμβληματική και οικουμενική», εξηγεί ο Guadagnino.
Ο Baisi εμπνεύστηκε και από το πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου βρήκε αντίστοιχα
παραδείγματα 19ου αιώνα. Τα γυρίσματα έγιναν στα Newnham, Girton και Westminster
Colleges, καθώς και στη Wesley Methodist Church που αντικατέστησε το Battell Chapel.
Το εντυπωσιακό ρετιρέ της Alma και του Frederik βασίστηκε στο στιλ ενός upper-class
διαμερίσματος της Νέας Υόρκης των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Guadagnino εξηγεί: «Η ιστορία
ήταν ότι ο Frederik μεγάλωσε σε αυτό το σπίτι. Με τον Stefano κάναμε εκτεταμένη έρευνα για
να διαλέξουμε κάθε βιβλίο, κάθε έργο τέχνης, κάθε μαγειρικό σκεύος και λεπτομέρεια».
Ο Baisi αναδημιούργησε επίσης τοπικά στέκια του New Haven, όπως το μπαρ Three Sheets
και το ινδικό εστιατόριο Tandoor. Για το Three Sheets, συμβουλεύτηκαν το Google Earth και το
Instagram ώστε να το αναπαράγουν όπως ήταν το 2019. «Όταν η Alma και ο Hank αράζουν
εκεί, βλέπεις το πρόγραμμα με το πραγματικό συγκρότημα που έπαιξε στις 14 Σεπτεμβρίου
του 2019», λέει ο Baisi.
Ο Guadagnino έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον ρόλο που παίζουν τα ρούχα στην αφήγηση και
συνεργάστηκε ξανά με την Giulia Piersanti. «Κάθε project με τον Luca είναι διαφορετικό, αλλά
είχα καιρό να κάνω μια σύγχρονη ταινία μαζί του. Για την ταινία αυτή διάλεξα κλασικά κομμάτια
ρούχων αλλά έπαιξα με στιλ και αναλογίες για να δείξω το κοινωνικό υπόβαθρο, τις προθέσεις
και την προσωπικότητα», εξηγεί η ενδυματολόγος.
Για την Alma, επέλεξε ένα στιλ εμπνευσμένο από την Diane Keaton και την Gena Rowlands,
αλλά με ακαδημαϊκή πινελιά. «Η Alma έπρεπε να αποπνέει τόση χάρη και αυτοπεποίθηση
που όλοι να θέλουν να την μιμηθούν», λέει ο Guadagnino. «Όμως είναι ακαδημαϊκό είδωλο,
όχι κινηματογραφικό αστέρι. Έτσι η Giulia δημιούργησε μια κομψή, δυνατή, κάπως ανδρόγυνη
σιλουέτα». Η Piersanti προσθέτει: «Η Alma είναι απέριττη, σχεδόν σαν να φοράει στολή.
Προτιμά κυρίως τζιν και σακάκια. Αλλά η ήρεμη γοητεία της καταρρέει καθώς γκρεμίζεται η
περσόνα της».
Η Maggie μιμείται σκόπιμα το στιλ της Alma, δείχνοντας την εμμονή της, αλλά με διαφορές.
«Τα ρούχα της μπορεί να δείχνουν vintage, αλλά αν δεις την ετικέτα είναι ακριβότατα brands»,
λέει η Edebiri.
Για τον Hank, η Piersanti έπαιξε με την εργατική του καταγωγή και την ανάγκη του να φαίνεται
κουλ. «Είναι ο τύπος καθηγητή που φοράει τζιν, ασημένια βραχιόλια και έχει τατουάζ», λέει ο
Garfield.

Ο Luca Guadagnino συνεργάστηκε ξανά με τον μοντέρ Marco Costa. «Ο Marco είναι το πιο
κοφτερό, πιο οικονομικό αφηγηματικό μυαλό που γνωρίζω», σχολιάζει ο Guadagnino. «Μπορεί
να είναι πολύ αυστηρός κριτής -και αυτό μου αρέσει, γιατί το μοντάζ δεν είναι ώρα για
συναισθηματισμούς- αλλά είναι και κάποιος με τον οποίο απλώς λατρεύω να περνώ χρόνο.
Είναι ανυποχώρητος στο να φτάνει στην αλήθεια μιας ταινίας».
Ο Costa εξηγεί: «Στην ταινία αφήσαμε τους ίδιους τους χαρακτήρες να μας οδηγήσουν, χωρίς
να παίρνουμε θέση. Οι ερμηνείες των ηθοποιών μάς υπαγόρευαν τον ρυθμό. Θέλαμε να
κάνουμε ένα βήμα πίσω, να κάνουμε το μοντάζ πιο διακριτικό ώστε να αναδεικνύεται ό,τι
συμβαίνει μπροστά στην κάμερα. Ήταν μια πιο αυστηρή, πιο αντικειμενική προσέγγιση».
Το ευρηματικό σκορ υπογράφει το δύο φορές βραβευμένο με Όσκαρ® δίδυμο Trent Reznor και
Atticus Ross. Πρόκειται για την τέταρτη ταινία του Guadagnino που υπογράφουν μουσικά. «Ο
Trent και ο Atticus είναι σαν αδέρφια μου και τους αγαπώ βαθιά. Η συνεργασία μαζί τους είναι
πάντα γεμάτη χαρά και εκπλήξεις», λέει ο Guadagnino. «Δείχνω πάντα στον Trent και τον Atticus ολόκληρη την ταινία πρώτα χωρίς μουσική. Μετά αρχίζουμε να ανταλλάσσουμε ιδέες», εξηγεί ο Guadagnino. «Στην προκειμένη, όλα είχαν να κάνουν με το ξύπνημα της αμφιβολίας. Το θέμα της αμφισβήτησης ξεκινά στην πρώτη σκηνή και διαρκώς επεκτείνεται. Κι έπειτα, γύρω από τη δομή που δημιούργησαν, φέραμε και pop
κομμάτια καθώς και σύγχρονους συνθέτες όπως τον György Ligeti και τον John Adams».
«Για μένα, αυτή είναι μια ιστορία για ερωτήματα που πρέπει να τεθούν, όχι για απαντήσεις
που δίνονται. Το τέλος είναι μια πρόσκληση στους ανθρώπους να βγουν έξω και να μιλήσουν
μεταξύ τους», καταλήγει ο Guadagnino.









Σενάριο: Nora Garrett
Καστ: Julia Roberts, Ayo Edebiri, Andrew Garfield, Michael Stuhlbarg, Chloë Sevigny
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Malik Hassan Sayeed
Σχεδιασμός Παραγωγής: Stefano Baisi
Κοστούμια: Giulia Piersanti
Μοντάζ: Marco Costa
Μουσική: Trent Reznor & Atticus Ross












































Σχόλια για αυτό το άρθρο