
Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του, Ασπασία, γνωρίστηκαν το 1967. Εμείς την μάθαμε με το χαϊδευτικό της, Άσπα, καθώς ο Διονύσης Σαββόπουλος την έχει αναφέρει σε πολλά από τα τραγούδια του και τις μουσικές του παραστάσεις. Υπάρχει μάλιστα ομώνυμο τραγούδι στο δίσκο του “Η ρεζέρβα” του 1979.
Για τη γνωριμία τους και το ειδύλλιό τους γράφει στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»: “Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα το ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα.
Η μαθήτρια θα γινόταν η Ασπούλα, η γυναίκα μου, αλλά τότε, Άνοιξη του ‘67, εγώ ήμουν αλλού ντ’ αλλού, μου είχαν κολλήσει διάφορες έμμονες ιδέες. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δε θα φύγει ποτέ. Θα φύγω από τα τραγούδια, σκεφτόμουν, δε με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ. Περνούσε λίγος καιρός κι έξαφνα τρελαινόμουν αλλιώς. Ναι! Να μπαρκάρω, να γνωρίσω καινούριους τόπους, μακρινές πόλεις, να γνωρίσω γυναίκες πολλές, να μάθω πολλές γλώσσες, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τέτοια ονειρευόμουν και ξαφνικά ξυπνάω και είναι πάνω μου μια αρκούδα από τη Γορτυνία και με βαράει να ομολογήσω, διότι είμαστε στη χούντα πλέον και με έχουν τώρα στην ταράτσα στην Μπουμπουλίνας. Την άλλη μέρα με βρήκε επιτέλους η Άσπα. Όλοι μου οι φίλοι και οι φιλενάδες είχαν εξαφανιστεί. Δικαιολογημένα, αλλά η Άσπα έφαγε τον κόσμο, να με βρει και τώρα άρχισε να έρχεται κάθε μέρα στην ουρά, να μου φέρνει φαγητό. Στην ουρά στέκονταν συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων: τσεμπέρια, μακριά φουστάνια, ταγάρια, σαν χήρες και ορφανά από τον Εμφύλιο, ενώ η δική μου έλαμπε. Χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μωβ, μίνι φούστα. Δεκαεφτά χρονών κορίτσι ήταν. Μου έφερνε το καλύτερο φαγητό κάθε μέρα, από το ”Select” πήγαινε και το αγόραζε»

Η Ασπασία Αραπίδoυ και ο Διονύσης Σαββόπουλος παντρεύτηκαν στις 28 Οκτωβρίου του 1967, και απόκτησαν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo (γενν. 1968) και τoν Ρωμανό (γενν. 1972) και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.

«Μερικές φορές κοντέψαμε (να χωρίσουμε) αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν ένα μικρό παιδί που το βάζεις σ’ ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν’ αγγίζω τίποτα, μόνο να βλέπω. “Παντρειές μού ήθελες, να τώρα”! Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορούσα να κρατάω μυστικά από τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Οχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο βλέμμα της. Ημουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόμουν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε…» (απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του)

Ο Διονύσης και η Άσπα σε ευτυχισμένες στιγμές μαζί














































Σχόλια για αυτό το άρθρο