Ο Μέγας, ανάμεσα στους Αγίους, Βασίλειος, γεννήθηκε περί το 330μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς, ευσεβείς και Ορθόδοξους γονείς. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής ρητορικής και ονομαζόταν επίσης Βασίλειος, καταγόταν από τον Πόντο. Η μητέρα του Εμμελεία απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων, καταγόταν από την Καππαδοκία. Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά. Μεταξύ αυτών o Γρηγόριος, που έγινε Μητροπολίτης Νύσσης (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης), ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, ο Πέτρος που έγινε Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας και η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα).
Τα πρώτα γράμματα, του τα δίδαξε ο πατέρας του. Ζήτησε να σπουδάσει και την αρχαία ελληνική παιδεία όταν μεγάλωσε, πήγε στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη), γιατί εκεί ήταν τότε πολλοί σοφοί. Αναζητώντας κάτι περισσότερο ο Βασίλειος, έφτασε στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν οι κορυφαίοι σοφοί. Σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του κράτησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Αγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός. Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινός Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα, προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο. Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο.
Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά τη βάπτισή του, δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους.
Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία. Έτσι και ο Μητροπολίτης της Καισαρείας Ευσέβιος πραγματοποιώντας τη Θεία Βούληση αλλά και αυτή των χριστιανών της περιοχής, χειροτόνησε το 364 μ.Χ. τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370 μ.Χ., μετά το θάνατο του Ευσεβίου και σε ηλικία 41 ετών, τον διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος στην επισκοπική έδρα, με τη συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού.
Από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας. Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Σε μεγάλες επιδημίες που ταλαιπωρούσαν τον λαό, ήταν παρών και βοηθούσε σωματικά και ψυχικά διδάσκοντας την πίστη του Χριστού. Συμπλήρωσε με ευχές τη Θεία Λειτουργία που ακούμε αυτές τις ημέρες στην εκκλησία και φέρει το όνομά του (Λειτουργία Αγίου Βασιλείου). Έγραψε πολλά βιβλία.
Το πιο σπουδαίο του έργο όμως ήταν η οργάνωση της ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας στην επαρχία του. Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Έφτιαξε κοντά στην Καισάρεια ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για τη φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών, αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη.
Το προσωπικό του ιδρύματος ήταν εθελοντές. Η πόλη αυτή ονομάσθηκε Βασιλειάδα. Η Καισάρεια είχε γίνει μια μεγάλη οικογένεια με πατέρα τον Άγιο Βασίλειο τον αγαπημένο τους επίσκοπο.
Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 50 ετών. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου. Από το 1081μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους θέσπισε ένα κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.
Σχόλια για αυτό το άρθρο