Τα καλύτερά μου χρόνια τα έζησα με τους γονείς μου. Γι αυτό και δεν ήθελα ποτέ να φύγω από το σπίτι και ίσως και ήταν ένας από τους λόγους που δεν έκανα εύκολα χωριό με κανέναν. Σαν σήμερα βάζαμε πάντα την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι. Χωρίς τύψεις και γραφικότητες. Έτσι απλά σαν έθιμο. Με την ευκολία που τρώμε σήμερα μπακαλιάρο. Ο Καλλίδης μου είπε να βάλω και μία πατάτα στη μέση να ξαλμυρίσει στα πιο γρήγορα. Θα πάω να τα βρω έτοιμα. Έτοιμα τα έβρισκα και τότε γιατί πηγαίναμε είτε στο Δουράμπεη έιτε στον Ψαρόπουλο στη Γλυφάδα. Παρέλαση δεν έχανα για να χάνω και μαθήματα. Πώς ξέφτισαν όλα όμως .. ακόμα και τα ήθη και τά έθιμα αυτής της φτωχής χώρας που έμοιαζαν τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα μας..
Πιέζομαι να θυμηθώ τί έκανα πέρισυ τέτοια ημέρα. Να.. αμέσως μετά την εκπομπή στο πρωϊνό του Mega..
Πήγα με παρέα σε μία ταβέρνα το “Θαλασσινό” στις Τζιτζιφιές λοιπόν.. και πρόπερσι στο “Πιάτο της Βούλας” με Γωγώ Τσαμπά! και τα πολύ χοτ τότε καγκέλια..
Από τότε που γράφω στο σάιτ,θυμάμαι, λες και γράφω ημερολόγιο. Παιδί έγραφα μανιωδώς. Κρατούσα αυτό το τόσο της μόδας ημερολόγιο καθημερινά μέχρι που το ανακάλυψε η μαμά μου που έψαχνε τα πάντα και το σταμάτησα. Δηλαδή συνέχισα με γρίφους αλλά δεν ήταν αρκετό. Με το που αρρώστησε ο πατέρας μου έκοψα τα πάντα μαχαίρι.
Η καταγραφή της καθημερινότητας αντικαταστάθηκε με ένα κόσμο φαντασίωσης που εμπλούτιζα ανάλογα με τις ανάγκες μου. Κάτι σαν παστίλιες για τον πόνο- το δικό μου. Η αντίσταση μου στη γρουσουζιά γενικώς πήγαζε από μία έμφυτη μανιακή υπέμετρη αισιοδοξία που περιείχε και μικρά “μαγικά” δικά μου φετίχ όπως πχ τραγούδια που μου έφερναν τύχη (Το “Don’t Stop” των Fleetwood Mac και το “With a little Luck” των Wings ισχύουν ακόμα). Κλεισμένη σε ενα δωμάτιο με εκατοντάδες δίσκους άκουγα όλη μέρα μουσική και διάβαζα στίχους. Ξένη μουσική μόνο. Τα πάντα. Ποτέ ελληνικά που ήταν ο εφιάλτης του σάουντρακ της διαδρομής στο πούλμαν με το σχολικό.
Δεν είχα καμία όρεξη να παίζω με παιδιά. Ποτέ δε μου άρεσε γενικά να παίζω. Ούτε θέατρο, ούτε με ανθρώπους. Ούτε να αγωνίζομαι, ούτε να διαγωνίζομαι. Και στο κολυμβητήριο που με έστελναν δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να τρελαίνομαι να τερματίσω πρώτη. Η συμμετοχή μου ήταν αρκετή.
Εβγαζα μια ωμή ντομπροσύνη που μου θύμισε ο ρόλος της οριακά αυτιστικής σουηδέζας ντετέκτιβ στο “The Bridge”. Οριακά και με το χρόνο έμαθα να το διαχειρίζομαι. Ακόμα και όταν τρομερά σπάνια φλέρταρα το έκανα “σοκάροντας” τον άλλον. Την τελευταία φορά που φλέρταρα κάποιον δηλαδή του είπα “ Σήκω να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί, αποτυχημένοι και οι δύο χωρισμένοι δύο φορές, στο ίδιο χάλι είμαστε”. Επιασε. Δυστυχώς, γιατί εκείνος χώριζε για άλλους λόγους και όχι για να βρει την υπέρτατη ευτυχία όπως εγώ. Με έσωσε το ότι είμαι διπλής.
Γενικά είμαι σε μία κατάσταση έτσι και γιουβέτσι. Δηλαδή μπορώ να ζω κάτι έντονα και παράλληλα να το βλέπω αντικειμενικά. Να έχω επίγνωση του λάθος και να το κάνω. Μισή σιγουράκι και μισή τζογαδόρος. Δεν παίρνω καθόλου τον εαυτό μου στα σοβαρά αλλά τη ζωή μου πολύ. Σχίσμα και #διπλής σε όλα. Μου αρέσει να ζω άνετα αλλά μισώ τα χρήματα. Ξοδεύω όταν έχω πιστωτική κάρτα αλλά έχω την ικανότητα να γυρνάω με δεκα ευρώ στην τσέπη μου δέκα ημέρες.
Μπορώ να αντιπαθώ έναν άνθρωπο ως περσόνα και να τον συμπαθώ όταν του μιλάω και να φωτογραφίζομαι μαζί του. Μπορώ πολλά. Μόνο το άδικο και την αχαριστία δε μπορώ. Θυμάμαι ακόμα την κυρία Ράνια στη δευτέρα δημοτικού που με είχε κατηγορήσει άδικα πως κορόϊδευα ενα παιδί έξω στην αυλή της σχολής Χουρδάκη ενώ δεν το είχα κάνει. Τη μάνα μου που με κατηγόρησε με τη θεία μου την Ελένη πως είχα καψει τα μουστάκια της γάτας μας. Δεν έκανα ούτε σκανταλιές.
Ηθελα να περνάω απαρατήρητη και να με αφήνουν ήσυχη. Μπορούσα να καθομαι όλη μερα μόνη μου και να ονειρεύομαι διάφορα. Παιδάκι κοιμόμουν και με ονειρευόμουν να χορεύω τρελό πατινάζ. Είχα ερωτευτει το ίδιο αγόρι στο δημοτικό και κάθε βράδυ προσευχόμουν να με παντρευτεί. Κι εκείνος με ήθελε. Την αγάπη μας τη δείχναμε με το να τσιμπιόμαστε και να φτυνόμαστε. Είχα από μικρή σουξέ στα αγόρια και επειδή δεν το προκαλούσα νευρίαζα. Τα ραβασάκια και τα δώρα που μου έστελναν τα κατέδιδα στη δασκάλα. Το αγόρι το ξεπέρασα γρήγορα και με το που πήγα στο Κολλέγιο Θηλέων με κυρίευσε το άγχος πως δε θα βρω άντρα. Και πως ήταν δυνατόν δηλαδή να μου αρέσει κάποιος και να του αρεσω ταυτόχρονα? Μου είχε φανεί παράξενο αυτό και ακατόρθωτο.. Πού να ξερα αυτό το παραμύθι της τελειότητας πού θα με ταξίδευε.
Βασικά τα πήγα πολύ καλά με τα παγκς που κρατάω σήμερα αγκαλιά στη Μακρινίτσα για άλλη μια φορά.
Από αλλού ξεκίνησα και αλλού κατέληξα. Σήμερα χρόνια πολλά στον παλιό μου πολύτιμο φίλο Βαγγέλη και όλους και όλες όσους γιορτάζουν.
Γιατί από το πολύ σαββουροταγάρι που έχει φτάσει στα όρια της θεοποίησης μέσα στην ανέμπνευστη μιζέρια έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε τους πραγματικούς αστέρες που αποθέωσαν την Ελλάδα στο εξωτερικό.
Χρόνια Πολλά και στην Ελένη Ψυχούλη που έχει γενέθλια σήμερα και παραμένει η γαστριμαργική ψυχή του Βόλου.
Κάτω από μία βραδιά στου Δεμίρη με την εδώ ομάδα φίλων.
Σχόλια για αυτό το άρθρο