Όποιος περνoύσε γύρω στις έντεκα το πρωί από την Εμμανουήλ Μπενάκη, αν κοιτούσε ψηλά, στο δεύτερο όροφο του κτιρίου με τον αριθμό 16, θα έβλεπε καμιά εκατοστή περιστέρια να τα ταϊζει ο Μάνος Κατράκης. Ό,τι καιρό και να έκανε, πήγαινε να τους βάλει καθαρό νερό και φαγητό. Ύστερα εκείνα έφευγαν και πετούσαν ελεύθερα και ανεξάρτητα. Όπως έζησε κι εκείνος…ελεύθερος κι ανεξάρτητος…
Ηθοποιός με σπάνιο ταλέντο, επιβλητική παρουσία, δυνατή προσωπικότητα στο χώρο του θεάτρου, ήταν από τις περιπτώσεις που είχε αγαπηθεί τόσο από το κοινό όσο κι από τους κριτικούς. Ακόμα κι όταν έπαιζε στα μελό β΄κατηγορίας, η έξοχη ερμηνεία του έδινε άλλο κύρος στο τελικό αποτέλεσμα του φιλμ.
Γεννήθηκε στην Κρήτη, στο Καστέλλι Κισσάμου στα Χανιά, παραμονές δεκαπενταύγουστου, ημέρα Τετάρτη, το 1909. Αν ψάξεις στο ίντερνετ, αναφέρεται το 1908 ως χρονολογία γέννησης, εκείνος όμως στη βιογραφία του που κυκλοφόρησε το 1982 έγραφε: καμιά φορά σαν ερχόταν κουβέντα για ηλικίες, η μάνα μου έλεγε, όϊ Μανόλη μου, εσύ είσαι του ΄10. Ο πατέρας σου σε έγραψε του εννιά για να ψηφίσεις νωρίτερα. Εγώ όμως θυμάμαι ότι πίσω από μια εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους ήταν γραμμένες οι χρονολογίες που γεννήθηκαν τα παιδιά. Για μένα γράψανε πως είμαι του 1909.
Είχε τέσσερα αδέλφια, έναν αδελφό και τρεις αδελφές. Ο πατέρας του πέθανε το 1934 και η μητέρα του το 1966. Το 1917 φεύγουν από την Κρήτη και μετακομίζουν στην Αθήνα. Η μητέρα του η Ειρήνη -μοδίστρα στο επάγγελμα- είχε πολλές φιλοδοξίες για το μέλλον των παιδιών της , κάτι που μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στην πρωτεύουσα.
Ο Μάνος Κατράκης στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά αλλά στο ποδόσφαιρο ήταν ξεφτέρι. Έπαιζε καλό ποδόσφαιρο αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει συνεχώς για δουλειές και ο μεγαλύτερος αδελφός του είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.
Τότε ένιωσε και τα πρώτα καρδιοκτύπια του έρωτα, στην αρχή με την Σοφία -νεανική αγάπη και σχέση εξ αποστάσεως- στη συνέχεια με το ομορφότερο κορίτσι, μήλο της έριδος στη γειτονιά, ονόματι Μπουμπουλίνα και πριν τελειώσει το σχολείο γνωρίζει την Μαίρη. Δυο ερωτευμένα παιδιά το 1927, με ραντεβουδάκια, χτυποκάρδια και όνειρα. Ώσπου η μεγαλύτερη αδελφή του, βρίσκει τη μητέρα της Μαίρης και με την πρόφαση ότι η κόρη της ξεμυαλίζει τον αδελφό της και δεν τον αφήνει να διαβάσει τα μαθήματά του, οι νέοι χωρίζουν.
Όταν πηγαίνει στο στρατό, γνήσιος Κρητικός και λεβέντης όπως ήταν, είχε αρκετά μπλεξίματα. Κυρίως όταν έβριζαν το νησί του. Σε ένα τέτοιο μπλέξιμο-καβγά, λιποτάκτησε για εφτά μήνες. Όταν τον έπιασαν, όσο λιποτάκτησε, τόση φυλακή έφαγε! Χρόνια αργότερα όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του ΄40, έφυγε μαζί με άλλους καβάλα στο άλογο για το μέτωπο και του φώναζαν: Ε, μωρέ Κατράκη…Σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη μοιάζεις…Ρίχτε τους στη θάλασσα…
Όσο ήταν στο μέτωπο, τον είχαν για σκοτωμένο. Όταν έγινε η συνθηκολόγηση και γύρισαν πίσω, είδε την μάνα του να τον περιμένει στο μπαλκόνι. Έβγαινε κάθε μέρα στο μπαλκόνι, περιμένοντάς τον να γυρίσει. Κι όταν αργότερα τον έπιαναν και τον έστελναν στην εξορία, η κυρά Ειρήνη έβγαινε κάθε φορά που έβρεχε στην ταράτσα. Το παιδί μου υποφέρει και βρέχεται στην εξορία και εγώ θα είμαι μέσα στο σπίτι; έλεγε στους γείτονες που την έβλεπαν στη βροχή. Όταν όμως συναντούσε τον Μάνο και της έλεγε ότι μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι αρκεί να υπογράψει δήλωση, του΄λεγε: Μην υπογράψεις κερατά… μην υπογράψεις…
Με την επιστροφή του από το μέτωπο, παντρεύεται με την Νένα Βρακοτσώλη, με την οποία είχε δεσμό πριν τον πόλεμο. Οι συνθήκες πολύ δύσκολες, εκείνη μένει έγκυος, αλλά οκτώ μηνών κάνει αποβολή. Δίδυμα…Τα μόνα παιδιά που θα μπορούσε να έχει ο Μάνος Κατράκης. Έτος 1941.
Το 1955 γνωρίζει την χορεύτρια Λίντα Άλμα και μένουν 29 χρόνια μαζί. Παντρεύονται στις 29 Δεκεμβρίου 1979, μετά από 24 χρόνια σχέση. Για εκείνον ήταν ο τρίτος γάμος. Στη βιογραφία του λέει: Η Λίντα αντικατέστησε ότι είναι δυνατόν να υπάρξει αγαπημένο σ’ ένα άνθρωπο. Μάνα. Πατέρα. Ερωμένη. Σύζυγο. Φιλενάδα. Θύμα. Τι να σου πω. Υπηρέτη. Αφέντη. Τι να σου πω. Δηλαδή δε νομίζω ότι βρίσκονται εύκολα τέτοιοι άνθρωποι. Είναι ένα πλάσμα άλλου κόσμου! Θα ‘πρεπε, ας πούμε, να ήταν δυνατόν να ζήσεις μαζί της, όπως εγώ μαζί της, για να καταλάβεις τι θα πει Λίντα. Άσε τη μεγαλοσύνη της στη δουλειά της. Να μη λέω μεγάλο λόγο δηλαδή, αλλά αν είχε την τύχη να γεννηθεί έξω μπορεί να ήταν και μια Ουλάνοβα. Μια μεγάλη διεθνής χορεύτρια. Έτυχε κι αυτή να έχει αδυναμία στο σπίτι της, ήταν η μάνα της άρρωστη και επιπλέον ήθελε να σπουδάσει τα παιδιά της αδελφής της. Είμαστε με τη Λίντα από το 1955. Εκείνη σου είπα με λίγα λόγια τι μου έδωσε. Τώρα θα σου πω τι της έδωσα κι εγώ. Εγώ της έδωσα μάλλον πίκρες. Όμως την λατρεύω. Και τελικά πέρα από την Λίντα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια. Ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει. Κι αυτό από τον πρώτο καιρό που τη γνώρισα.
Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931). Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία. Η δεκαετία του ’30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού και τη συνεργασία με θιάσους όπως του Λουδοβίκου Λούη, του Μήτσου Μυράτ, του Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Έπαιξε σε 90 ταινίες -14 με τη Φίνος Φιλμ- ενώ συμμετείχε και σε δύο ταινίες που έφτασαν μέχρι τα Όσκαρ (Κόκκινα Φανάρια, Το χώμα βάφτηκε κόκκινο). Έπαιξε με όλες τις πρωταγωνίστριες και τους πρωταγωνιστές της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά και συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες.
Το 1961 ανακηρύχτηκε ο καλύτερος διεθνής ηθοποιός του 5ου φεστιβάλ κιν/φου του Σαν Φραντζίσκο για την ερμηνεία του ως Κρέων στην Αντιγόνη. Συνυποψήφιοί του ο Λώρενς Ολίβιε και ο Μπαρτ Λάνγκαστερ. Επίσης, κερδίζει το δεύτερο βραβείο ανδρικού ρόλου για την ταινία Συνοικία το όνειρο.
Mε την Αλίκη Βουγιουκλάκη παίζουν μαζί δύο φορές στο θέατρο και συμμετέχει με γκεστ ρόλο στην ταινία Η Αλίκη δικτάτωρ. Εκεί ερμηνεύει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο θέατρο τον Μακρυγιάννη (Βασίλισσα Αμαλία) και τον Κολοκοτρώνη (Μαντώ Μαυρογένους). Τότε είναι η εποχή που διεκδικούν και οι δύο το Αθηναϊκό Κηποθέατρο, το οποίο είχε ιδρύσει ο Μάνος Κατράκης και έπαιξε σ΄ αυτό 14 χρόνια. Τελικά πέρασε στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, και έγινε το καλοκαιρινό θέατρο Αλίκη. Όπως έλεγε ο ίδιος: Είχε αυξηθεί το ποσό που έπρεπε να καταβάλει ο διεκδικητής του θεάτρου. Ήταν πεντακόσιες χιλιάδες. Αλλά εγώ, όχι πεντακόσιες χιλιάδες, ούτε πεντακόσιες δραχμές δεν είχα.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας, όντας καπνιστής. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας όπου πρωταγωνίστησε με τίτλο Ταξίδι στα Κύθηρα, απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, λόγω καρκίνου του πνεύμονα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του ΚΚΕ. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
Πάτρα 1930. Μάνος Κατράκης, Μιράντα Μυράτ, Αλέξης Μινωτής, με μαγιό!
Με την Τζένη Καρέζη και τον Γιάννη Ρίτσο
Σπάνια φωτογραφία μέσα στο καμαρίνι του
Εξώφυλλο με την Έλλη Λαμπέτη
Δάκρυα για την Ηλέκτρα
Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο
Ορατότης μηδέν
Η ζούγκλα των πόλεων
Ιστορία μιας ζωής
Ηλέκτρα
Κοντσέρτο για πολυβόλα
Με την Πέγκυ Σταθακοπούλου στο Ταμπού, τελευταία θεατρική του εμφάνιση
Λόγια δικά του: Ίσως αυτά τα παραστρατήματα, αυτή η φυγή από την πραγματικότητα, από την εξελικτική πραγματικότητα να ήταν η τόνωση στην πορεία που διανύεις. Βέβαια θα προτιμούσα να ήμουν και σοφός άνθρωπος. Να είχα γνώσεις πολύ περισσότερες απ’ όταν βγήκα στο θέατρο. Και είχα πολύ λίγες σε πληροφορώ. Στην εποχή τη δική μου οι άνθρωποι ωριμάζαμε πνευματικά πολύ αργότερα απ’ ότι τα σημερινά παιδιά. Εγώ είχα γίνει τριάντα ετών και αισθανόμουνα όπως τα παιδιά των δέκα ετών σήμερα. Τέτοια ντροπή, τέτοια συστολή, τέτοια επιφυλακτικότητα, τέτοιο σεβασμό απέναντι σε κάθε πράγμα που άξιζε σεβασμό.
Αν μετάνιωσα για κάτι που έκανα και για κάτι που δεν έκανα; Μετάνιωσα που άφησα πολύ καιρό να φύγει σκόρπιος. Αλλά βέβαια ούτε γι’ αυτό πρέπει να μετανιώνει κανείς. Δε βαριέσαι. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να μετανιώνει για ότι κάνει. Δεν ξέρω εάν, αυτό που λένε «θα γινόμουνα καλύτερος αν έκανα αυτό», είναι σωστό. Αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όμως, δεν πρόκειται να το μάθει ποτέ αυτό.
Σχόλια για αυτό το άρθρο