Έχει καρδιά από χρυσάφι σαν τα μικρά παιδιά και ένα βλέμμα καθάριο και συνάμα τρυφερό που σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα τον συναντήσεις και θα συνομιλήσεις μαζί του… Είναι ο αγαπημένος και από τους πιο ευπώλητους συγγραφείς του αναγνωστικού κοινού αλλά και της καρδιάς μας! Ποιος είναι; Ο ακάματος και άκρως δημιουργικός Γιάννης Φιλιππίδης που μέσα σε 20 χρόνια έχει γράψει 15 βιβλία διαφορετικού ύφους το καθένα και έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές. Η γλαφυρότητα και το ‘’διαφορετικό’’ που κυριαρχεί κάθε φορά στα βιβλία του τόσο από άποψη υπόθεσης όσο και εξέλιξης τους μπορεί να οφείλεται και στις θεατρικές σπουδές του. Αφορμή της συνέντευξης μας τα τελευταία του βιβλία με τίτλους ‘’ Έτσι απλά συμβαίνουν όλα’’ και τα ποιήματα και πεζά του ‘’Τα χρόνια της υπερέντασης’’ καθώς και ο πρόσφατος γάμος του με τον επί 35 χρόνια αγαπημένο του σύντροφο Νικόλα Τελλίδη, εκδότη της ‘’Άνεμος Εκδοτική’’ με κουμπάρους τους τον Στέφανο Κασσελάκη, την Μάρθα Φριντζήλα και την Θέκλα Μαντέλη. Το Cosmopoliti τους εύχεται καλές εκδόσεις και να είναι πάντα ευτυχισμένοι!
-Δεκαπέντε διαφορετικά ως προς το ύφος και τη μορφή τους βιβλία κυκλοφορούν από εσένα εδώ και είκοσι χρόνια και τα περισσότερα χαρακτηρίζονται ως ευπώλητα. Δεν σταματάς ποτέ να γράφεις;
Σταματάω ανά περιόδους. Δεν έχω πια την ανάγκη να είμαι αδιάκοπα στην επικαιρότητα των βιβλιοπωλείων, ούτε είναι άμεση μου προτεραιότητα να τροφοδοτώ το χώρο του βιβλίου με καινούργιους τίτλους. Έχω ένα πολυπληθές κοινό, που διαβάζει και κάθε τόσο αναδεικνύει και προβάλλει από τα κοινωνικά δίκτυα κάποιο από τα ως τώρα εκδοθέντα βιβλία μου. Το χαίρομαι, παίρνω το χρόνο μου και επιστρέφω μόνον όταν αισθάνομαι ότι έχω κάτι καινούργιο να εκφράσω.
-Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί πάντα το δέκατο τέταρτο βιβλίο σου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Έτσι απλά συμβαίνουν όλα». Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία, έτσι το χαρακτηρίζεις εσύ τουλάχιστον. Πες μου λίγα λόγια γι’ αυτό.
Είναι στ’ αλήθεια μια μαύρη κωμωδία που λαμβάνει χώρα στην Αθήνα του σήμερα και πιο συγκεκριμένα στην κάτω άκρη της Κυψέλης, όχι στο βαθυκράτος της. Απέναντι από το θέατρο Άλσος επί της οδού Ευελπίδων, διαδραματίζεται όλη η ιστορία. Είναι ένα όμορφο σημείο, που χαρακτηρίζεται από ησυχία που θυμίζει λιγάκι γειτονιά της ελληνικής περιφέρειας, μολονότι είναι απέναντι από το Πεδίο του Άρεως. Από εκεί λοιπόν, ένα πρωινό του Νοέμβρη, μια ηθοποιός που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής της, κατεβαίνει στο κέντρο της Αθήνας, πεπεισμένη, απορίας άξιον, ότι έχει ξυπνήσει στην πιο τυχερή της μέρα με την ελπίδα ότι θα περάσει μια σημαντική οντισιόν για να παίξει σε έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Αλίμονο για εκείνη, θα πάνε όλα λάθος. Θα ντυθεί ένα απολύτως καλοκαιρινό ρούχο, θα πάρει ομπρελίτσα και τσαντάκι και θα κινήσει για την οδό Αμερικής. Στη στάση Μετρό Πανεπιστήμιο, θα βγει από την υπόγεια σήραγγα κάθιδρη από την πολυκοσμία των βαγονιών. Η καταιγίδα έχει ξεσπάσει. Θα ψάξει στο τσαντάκι της για κάποιο υγρό μαντιλάκι. Και θα βιώσει τη συνθήκη του να βρίσκεσαι στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας χωρίς χρήματα, κινητό, χρεωστικές κάρτες και πορτοφόλι, μιας και κάποιο χέρι της αφαίρεσε όλα τα παραπάνω, αφήνοντας της μονάχα τα μαντιλάκια και μια πούδρα κόμπακτ για να ρετουσάρει την ξαφνική απελπισία της. Μολαταύτα, εκείνη απτόητη θα συνεχίσει να περπατά ως το θέατρο. Η ομπρέλα θα καταστραφεί από τον σφοδρό άνεμο, ένα τακούνι θα σπάσει και νικημένη από κάθε θάρρος θα δοκιμαστεί σε μονολόγους, για τους οποίους δεν μοιάζει πια αρκετή να ερμηνεύσει. Επιστρέφοντας στο σπίτι με το πόδι και υπό επίμονη ψιχάλα, θα τσακώσει στο κρεβάτι τον ως εκείνη τη μέρα σύντροφό της με την βοηθό της κομμώτριάς της. Από κει και πέρα δεν συνεχίζω. Κι ό,τι είπα, είναι μόλις οι πρώτες σελίδες του βιβλίου αυτού.
-Είναι ακόμα μια μαύρη κωμωδία όπως λες ή αναδεικνύεις περισσότερα ζητήματα μέσα απ’ αυτήν;
Η κωμικότητα των γεγονότων είναι το μέσο προκειμένου να περάσουν στους αναγνώστες του βιβλίου, μια σειρά από σοβαρότατα κοινωνικά ζητήματα. Κατ’ αρχήν στανιάρουμε στη μετά κορωνοϊού εποχή. Η αστική ζώνη υποφέρει από άλλη μία οικονομική κρίση. Η ακρίβεια πλήττει τους πάντες. Το ύφος του βιβλίου είναι χειμαρρώδες και ανατρεπτικό και πραγματεύεται, με χιουμοριστική και καυστική ματιά, φλέγοντα ζητήματα όπως την πίστη και την απιστία, την κακοποίηση και τον εκφοβισμό, την αυτοδικία και την ευθανασία, το δικαίωμα στην ευτυχία ανεξαρτήτως φύλου.
-Ενόσω όμως το τελευταίο σου βιβλίο έχει επιτυχία, εσύ επανέρχεσαι με κάτι διαφορετικό: μια συλλογή από ποιήματα και ανεξάρτητα πεζά. Ποια ανάγκη σε οδήγησε σ’ αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια, η κοινωνικοπολιτική συνθήκη φανερώνει ρωγμές. Και υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν μέσα από μια μυθοπλασία. Ένιωσα την ανάγκη να γράψω για όσα μας ταλαιπωρούν ως λαό: μια ελλειμματική δημοκρατία κι ένα ανισόρροπο πολιτικό σύστημα, διασπάσεις, συγκαλύψεις, χαλκευμένη ειδησεογραφία, αν ανοίξεις μια τηλεόραση σε ώρα ειδήσεων θα διακρίνεις την έννοια υπερένταση που με ενέπνευσε κι εμένα γι’ αυτό το τόσο διαφορετικό πόνημα. Ωστόσο, το βιβλίο δεν πάει μονόπατα, εμπεριέχει πολλές προσωπικές, ακόμα κι ερωτικές αναφορές, προκειμένου να καταδείξει τη μεγάλη εικόνα: πως είμαστε στ’ αλήθεια τόσο πολίτες μιας ταλαιπωρημένης αλλά όμορφης πατρίδας, αλλά ταυτόχρονα δεν αφήνουμε τις προσωπικές μας ζωές, έρμαια των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Η ζωή μας έχει τη μέγιστη αξία κι όπως έχω ξαναπεί δημόσια πολλές φορές, είναι μία το πολύ για τον καθένα από μας κι ήδη, οι περισσότεροι, έχουμε διανύσει τουλάχιστον τη μισή. Έτσι ξεκινάει εν κατακλείδι και το βιβλίο, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πόσα χρόνια κρίνεις ότι σου απομένουν ώστε να ζήσεις έτσι όπως πραγματικά θέλεις εσύ;». Αυτό θαρρώ πως δίνει το στίγμα των όσων ήθελα να εκφράσω αυτή τη φορά.
-Αυτή την εποχή γράφεις;
Ναι, μετά από δύο χρόνια συγγραφικής αγρανάπαυσης, πήρα τον αναγκαίο χρόνο μου κι ένιωσα ότι ήρθε η στιγμή να το ξανακάνω άλλη μία φορά. Πάντα μ’ αρέσει να βάζω στον εαυτό μου δύσκολα στοιχήματα· να μην επαναλαμβάνομαι, δεν πέφτω στον πειρασμό, του να ξαναγράψω με παρόμοιο τρόπο μια μυθοπλασία, που θα πατάει πάνω στα ίχνη και το ύφος μιας παλιότερης προσωπικής μου επιτυχίας, προκειμένου να επωφεληθώ οικονομικά, δεν ζω πια μ’ αυτή την ανάγκη. Αυτή τη φορά, το μυθιστόρημα καταπιάνεται με δυο αδερφές και κινείται στην υποθετική σκέψη πως η μία είναι εντελώς καλή κι άλλη εντελώς κακιά. Τα φαινόμενα όμως απατούν και συχνά μας οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Είναι πάντοτε η αλήθεια αυτό που προκύπτει από τα επιφανή και τα λογικά, όπως συχνά τα λέμε, πλαίσια; Θα δείξει.
-Όταν αρχίζεις τη συγγραφή ενός βιβλίου, έχεις μια δεδομένη σκαλέτα ή κινείσαι πιο ελεύθερα;
Δεν κινούνται πάνω σε δεδομένες ράγες οι δικές μου μυθοπλασίες. Η τεχνική μου έχει αναπτυχθεί με το χρόνο, έτσι ώστε στο πρώτο στάδιο να δημιουργώ τους χαρακτήρες μου κι έπειτα, αφήνομαι σ’ αυτούς να με οδηγήσουν βάσει των δικών τους και δικών μου συναισθημάτων, να με πάνε όπου εκείνοι θέλουν, δεν τους ορίζω εγώ, λειτουργούν αυτόνομοι μέσα μου.
-Σε βοηθάει σ’ αυτό, το γεγονός ότι σπούδασες και δούλεψες στο θέατρο περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια;
Σίγουρα ναι. Διδάχτηκα από τη σχολή ακόμα, το πώς χτίζεται ένας ρόλος, έμαθα νωρίς ότι στη βάση του κάθε ανθρώπου καταλήγουν μια σειρά από συνιστώσες, ανέλυσα για χρόνια πολλά μέσα απ’ αυτή τη δουλειά πολλούς ετερόκλητους χαρακτήρες.
-Τι σ’ έκανε να εγκαταλείψεις το θέατρο και να αφοσιωθείς στη συγγραφή βιβλίων;
Δύο καίριοι παράγοντες. Ο πρώτος ήταν πως ήθελα να απεξαρτηθώ από το να εργάζομαι προκειμένου να ζήσω ακόμα και σε παραστάσεις που δεν με έβρισκαν σύμφωνο με την αισθητική μου κι ευτυχώς, δεν μου ’χει συμβεί αυτό περισσότερες από μια-δύο φορές. Από την άλλη μεριά, ζω με μια οπτική κληρονομικής φύσεως αναπηρία που ονομάζεται νόσος του Stargardt, η οποία φθείρει το βυθό του ματιού και χαμηλώνει την οπτική ικανότητα. Τα τελευταία χρόνια που δούλευα ως ηθοποιός, αναγκαζόμουν να αποστηθίζω ολόκληρα τα έργα πριν από την πρώτη πρόβα και να απομνημονεύω τις σκηνοθετικές οδηγίες μέσα στο μυαλό μου. Δυσκολεύτηκα πολύ. Ευτυχώς, τα δυο μου πρώτα μυθιστορήματα είχαν κυκλοφορήσει το 2006 και το 2008 και μου απέφεραν κάποιο εισόδημα για να ζω με αξιοπρέπεια. Επιπλέον, η νόσος αυτή όξυνε με τα χρόνια μου τις υπόλοιπες αισθήσεις και την ευγνωμονώ γι’ αυτό: η υπερευαισθησία μου ως άνθρωπος λειτουργεί στο φουλ, όπως κι εκτός από τις υπόλοιπες αισθήσεις, συχνά νιώθω περισσότερο προνομιούχος από άλλους, γιατί το έλλειμμα αυτό, με δυνάμωσε με απόλυτη ενσυναίσθηση, ίσως και να μ’ έκανε και μια στάλα πιο διορατικό, εκτός από αποφασισμένο να συνεχίσω να ζω με ποιότητα.
-Σου λείπει το θέατρο; Και πώς μπορείς να συνεχίζεις να γράφεις βιβλία έχοντας ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα οπτικής αναπηρίας;
Η χαμηλή μου όραση, με δίδαξε πως τίποτα στη ζωή μας δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο κι ήταν ένα καλό μάθημα αυτό, μ’ έκανε πιο τολμηρό, πιο διεκδικητικό ως προς τα θέλω μου. Δεν μπορώ να διαβάσω πλέον τυπωμένα κείμενα ή βιβλία, ούτε και να κυκλοφορήσω με ασφάλεια, παρά μόνο στη γειτονιά μου. Αλλά μπορώ να ασχολούμαι με τη συγγραφή, στάθηκα τυχερός ως προς τις δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία. Με μια μεγαλύτερη σε ίντσες οθόνη και μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς, μπορώ ακόμα να γράφω βιβλία για χρόνια. Αλλά κι αν έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ να το κάνω έτσι, θα τα υπαγορεύω. Το θέμα είναι να το θέλω και να υπάρχει ενεργή η φλόγα της έμπνευσης μέσα μου. Όσο για το θέατρο; Προτιμώ να το απολαμβάνω ως θεατής, μιας κι έχω έναν ευρύ καλλιτεχνικό κύκλο. Δεν πλήττω ποτέ. Και το να ’μαι εγώ ο συγγραφέας, εγώ κι ο σκηνοθέτης μιας γραπτής μυθοπλασίας, είναι κάτι που με αφήνει χαρούμενο, ελεύθερο ως προς τον τρόπο και τα μέσα έκφρασης. Πάντα εξάλλου στεναχωριόμουν για το εφήμερο των θεατρικών μου συνεργασιών. Αυτό αντίθετα δεν συμβαίνει στον κόσμο των βιβλίων. Αντίθετα, τα βιβλία έχουν ιστορική συνέχεια και συνέπεια, η τελευταία έχει να κάνει βέβαια με μένα, που κρίνομαι κάθε φορά για το αποτέλεσμα.
-Τελικά, τα βιβλία είναι ο σκοπός της ζωής σου;
Και βέβαια όχι. Πάντα έβαζα σε πρώτο πλάνο την προσωπική μου ειρήνη κι ευτυχία και στάθηκα τυχερός ως προς αυτό. Έχω μια σχέση ζωής μ’ έναν άνθρωπο που εκτός από σύντροφος είναι και ο φύλακας-άγγελός μου εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Κι έχω τριγύρω μου φίλες και φίλους καρδιάς, που μ’ αγαπάνε πολύ και γεμίζουν τα λιγοστά συναισθηματικά μου κενά. Ο τρόπος του να ζω μέσα από το αλλιώτικο βλέμμα της πεζογραφίας, μ’ έχει κάνει ικανότατο στο να λειτουργώ τόσο μέσα, όσο κι έξω απ’ αυτήν.
Σχόλια για αυτό το άρθρο